Ο Άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως αποτελεί μία από τις σημαντικότερες εκκλησιαστικές μορφές των νεότερων χρόνων. Η ζωή του, γεμάτη από αδικίες, θλίψεις αλλά και θεία χάρη, συγκινεί βαθιά κάθε άνθρωπο που αναζητά το παράδειγμα της ταπεινής αγιότητας.
Γεννήθηκε το 1846 στη Σηλυβρία της Ανατολικής Θράκης, με το όνομα Αναστάσιος Κεφαλάς, σε μια οικογένεια φτωχή αλλά ευσεβή. Από μικρός φανέρωσε την κλίση του προς τον Θεό και την αγάπη του για τα γράμματα.
Σε ηλικία 14 ετών μετέβη στην Κωνσταντινούπολη για να εργαστεί και να σπουδάσει. Οι δυσκολίες της ζωής δεν τον λύγισαν· αντιθέτως, ενδυνάμωσαν την πίστη του. Το 1876 έγινε μοναχός στη Χίο, λαμβάνοντας το όνομα Λάζαρος, και λίγο αργότερα χειροτονήθηκε διάκονος με το όνομα Νεκτάριος. Η φήμη της ευσέβειας και της σοφίας του εξαπλώθηκε γρήγορα, και με υποτροφία μετέβη στην Αθήνα, όπου σπούδασε Θεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Μετά την αποφοίτησή του, ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Σωφρόνιος τον κάλεσε στην Αίγυπτο και τον χειροτόνησε επίσκοπο Πενταπόλεως. Η δράση του εκεί υπήρξε φωτεινή: φρόντιζε τους φτωχούς, μιλούσε με πραότητα και δίδασκε τη χριστιανική αγάπη. Όμως, η ταπεινότητά του προκάλεσε φθόνο σε ορισμένους κληρικούς. Μέσα από συκοφαντίες και ψεύδη, οδηγήθηκε στην απομάκρυνση από το Πατριαρχείο. Ο ίδιος δέχθηκε την αδικία με σιωπή και προσευχή, χωρίς να κατηγορήσει κανέναν.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, υπηρέτησε στη Ριζάρειο Εκκλησιαστική Σχολή ως διευθυντής, καθοδηγώντας πνευματικά εκατοντάδες μαθητές. Αργότερα, αποσύρθηκε στην Αίγινα, όπου ίδρυσε τη Μονή της Αγίας Τριάδας, που έγινε το πνευματικό του καταφύγιο. Εκεί έζησε μέχρι την κοίμησή του στις 8 Νοεμβρίου 1920, σε ηλικία 74 ετών.
Η ζωή του Άγιου Νεκταρίου δείχνει ότι ο δρόμος προς την αγιότητα περνά μέσα από την ταπείνωση, την καρτερία και την απόλυτη εμπιστοσύνη στο θέλημα του Θεού. Η Εκκλησία τον ανακήρυξε επίσημα άγιο το 1961, και από τότε το όνομά του δοξάζεται σε όλο τον ορθόδοξο κόσμο.














