Μοιχεία: Σαν σήμερα πριν από 39 χρόνια η κατάργηση της ποινής

324
The circle serves no purpose but a reminder.

Συζυγική απιστία. Υπόθεση τόσο παλιά, όσο και η λάσπη. Για την ακρίβεια, τόσο παλιά όσο και η συντροφική ζωή με όλες τις διαπιστωμένες διακυμάνσεις της: έρωτα, πόθο, πάθος, φροντίδα, έγνοια, αγάπη, συνήθεια, ανία… «Ο εραστής είναι πάντα ο καλλιτέχνης στον έρωτα. Ο σύζυγος είναι ο γραφειοκράτης» καταθέτει στο έργο του ο Γάλλος θεατρικός συγγραφέας Ζορζ Φεντώ (Georges Feydeau), στα τέλη του 19ου αι. αποτυπώνοντας επακριβώς τη διαφορετικότητα του κυρίαρχου συναισθήματος στο πεδίο της διενεργούμενης «παρανομίας», αλλά στη μάλλον ρομαντική εκδοχή της υπόθεσης. Διότι την εποχή που διατυπώθηκε η ρήση, η συζυγική απιστία είχε τα κατάπτυστα χαρακτηριστικά της μοιχείας, ενός αδικήματος ενταγμένου στην ποινική νομολογία σχεδόν όλων ανεπτυγμένων ή αναπτυσσόμενων χωρών του πλανήτη.

Αλλά ας πιάσουμε το νήμα από την αρχή. Καθώς ο όρος «μοιχεία» ταξιδεύει τη φαντασία σε δικαστικές αίθουσες και εξευτελιστικές απολογίες, για την απόδοση του … συζυγικού ολισθήματος, προτιμάται πλέον ο αρκετά ηπιότερος όρος «απιστία». Ανάμεσα στις δύο λέξεις, ωστόσο, υπάρχει κεφαλαιώδης διαφορά, που φαίνεται ήδη από την ετυμολογική τους ανάλυση. Η «απιστία» δεν είναι παρά η απουσία πίστης περιστασιακά ή στο διηνεκές. Άλλωστε, ο όρος χρησιμοποιείται και σε άλλες περιπτώσεις πλην της συζυγικής ή συντροφικής… παρεκτροπής. Η προέλευση του όρου «μοιχεία», όμως, τοποθετείται στη ρίζα «μιχ-» από την οποία προέρχεται και το ρήμα «μιχέω» = ουρώ (κατά Δ. Βογιατζή) ή «ομείχω» με την ίδια ερμηνεία (κατά Δ. Δημητράκο και Γ. Μπαμπινιώτη). Η σημασιολογική μεταβολή, λοιπόν, του «ουρώ» σε «μοιχός» – «μοιχεύω» ερμηνεύεται ως αποτέλεσμα του στιγματισμού των εξωσυζυγικών σχέσεων με μειωτικές εκφράσεις!

Κατά λέξη, λοιπόν, η μοιχεία είναι πράξη βρώμικη, κατάπτυστη, βδελυρή και αμαυρώνει ευθέως την αγνότητα και καθαρότητα του γάμου, του καθαγιασμένου μυστηρίου που απηχεί ο μωσαϊκός νόμος «έσονται οι δύο εις σάρκα μίαν». Η δε αποτροπή της («ου μοιχεύσεις») εντάσσεται ως εντολή στη θέση 7 του θρησκευτικού Δεκαλόγου.

Η μοιχεία στα σημεία του ορίζοντα

Η μοιχεία ως έννοια και ως αμάρτημα κολάσιμο, είναι υπόθεση τρισχιλιετής και πλέον! Εμφανίζεται χαραγμένη -μεταξύ πολλών άλλων- σε μαύρο διορίτη λίθο στον κώδικα του Χαμμουραμπί, μεγάλου νομοθέτη, έκτου βασιλιά και μεταρρυθμιστή της Βαβυλώνας (1792-1750 π.Χ.), και τιμωρείται με θάνατο δια πνιγμού σε ποτάμι, τόσο για τη μοιχαλίδα, όσο και για τον εραστή της. Ωστόσο, αν ο απατημένος σύζυγος συγχωρήσει τη γυναίκα του, τότε είναι στη διακριτική ευχέρεια του βασιλιά να συγχωρήσει τον εραστή της. Φαίνεται πως αντίστοιχη… διευκόλυνση γίνεται και στον σύζυγο εκ μέρους της απατημένης. Σύμφωνα με ιστορικούς ερευνητές, την περίοδο αυτή -και σε μία εντυπωσιακή αναντιστοιχία της εξελικτικής πορείας της γυναίκας στην Ανατολή- το θήλυ γνωρίζει την απόλυτη ισότητα. Στο έργο του «Η καθημερινή ζωή στη Βαβυλώνα και στην Ασσυρία» ο Γάλλος αρχαιολόγος, καθηγητής θρησκειολογίας και πολιτισμού των λαών της Μέσης Ανατολής στο πανεπιστήμιο των Βρυξελλών Ζορζ Κοντενώ (Georges Contenau), αναφέρει ότι στην πρώιμη σουμεριακή κοινωνία η γυναίκα βρισκόταν σε πολύ ανώτερη θέση από ό,τι μεταγενέστερα, ενώ η εξέχουσα θέση της κλίνει στην άποψη ότι κάποτε ασκείτο και η πολυανδρία! Φαίνεται πως ο κώδικας του Χαμμουραμπί «δίνει στη βαβυλώνια γυναίκα δικαιώματα που οι γυναίκες της Δύσης απόκτησαν μόλις τον τελευταίο αιώνα!» σημειώνει ο Κοντενώ.

Αιώνες μετά, σύμφωνα προς το συγκεκριμένο άρθρο (129) του κώδικα του Χαμουραμπί για την τιμωρία της μοιχείας με θάνατο, εμφανίζονται και το Λευιτικό και το Δευτερονόμιο (τρίτο και πέμπτο αντίστοιχα βιβλία της Πεντατεύχου και της Παλαιάς Διαθήκης).

Δεδομένου του ηθικού χαρακτήρα της μοιχείας, οι ανά τους αιώνες ιστοριοδίφες του οικογενειακού δικαίου αποδίδουν σε αυτήν και στον τρόπο με τον οποίο τιμωρείται, χαρακτηριστικά θρησκευτικής έξαρσης, ή μη, σε κοινωνίες ευάλωτες στην απειλή της θεϊκής μήνης … Ιουδαϊσμός, Χριστιανισμός και Μουσουλμανισμός (ακόμα κι αν αυτός «ευλογεί» την πολυγαμία στους άνδρες, για την «εξασφάλιση ευημερίας και ίσων δικαιωμάτων σε όλες τις γυναίκες»…), οι τρεις διαδεδομένες μονοθεϊστικές θρησκείες, εκτοπίζουν τη μοιχεία στο πυρ το εξώτερον, ως χυδαίου καταλύτη της ιδρυτικής πράξης της οικογένειας (γάμος), όπου βασιλεύει η αρχή της μονογαμίας. Άλλωστε, πίστη, αλληλοβοήθεια των συζύγων και αναπαραγωγή ήταν πάντα οι σκοποί του γάμου – αντίδοτο στη σαρκική επιθυμία.

Στη Δύση, τις πρώτες δεκαετίες του μεσαίωνα, η καταστολή της μοιχείας είναι υπόθεση του κράτους, το οποίο επεμβαίνει νομικά προκειμένου να μη διαταράσσεται η κοινωνική συνοχή. Από τον 11ο αι. -στο πλαίσιο της ενίσχυσης της εκκλησιαστικής εξουσίας και της γρηγοριανής μεταρρύθμισης- ισχυρό λόγο στο θέμα αποκτά και η Εκκλησία. Σκοπός της είναι ή προστασία του μυστηρίου του γάμου. Καθώς η μοιχεία μπορεί να μετατρέψει σε βασανιστήριο τον γάμο για κάποιον από τους συζύγους και το διαζύγιο θα αποτελούσε λύση, ο κλήρος εμφανίζεται περισσότερο ως σύμβουλος παρά ως δικαστής.

Το εθιμικό δίκαιο αυτής της περιόδου, πάντως, στρέφεται κυρίως κατά των γυναικών μοιχών και επιφυλάσσει ατιμωτικές ποινές για τις μοιχαλίδες, με δημοφιλέστερη αυτή της κουράς τους και της δημόσιας διαπόμπευσής τους γυμνών. Στον ύστερο μεσαίωνα εγκαινιάζονται ποινές πού στοχεύουν ευθέως στο σώμα του «ενόχου», το οποίο ρίχνεται βορά σε μια κοινωνία οργισμένη που διψά για εκδίκηση από τη ντροπή…

Τον 12ο αιώνα η μοιχεία δείχνει να εξωραΐζεται μέσω της λογοτεχνικής έκφρασης του έρωτα στις βασιλικές αυλές, αντανακλώντας ένα σύστημα αξιών που θα επιβιώσει για κάμποσες δεκαετίες, επηρεάζοντας ουσιαστικά την κατοπινή θέση της γυναίκας. Κυρίαρχο θέμα στην ποίηση της νότιας Γαλλίας και της Ιταλίας, αλλά και των ιπποτικών μυθιστορημάτων πού εμφανίζονται γύρω στο 1160 στην Καμπάνια, τη βόρεια Γαλλία και τη Νορμανδία και εξαπλώνονται σε ολόκληρη τη σαξονική και γερμανική Ευρώπη, είναι οι παράνομες εξωσυζυγικές σχέσεις, που εκφράζουν τον απόλυτο έρωτα, ο οποίος οδηγεί στην πνευματική ανύψωση του εραστή στα μάτια της συντρόφου του. Συνήθως η πλοκή στρέφεται γύρω από τις προσπάθειες του άνδρα να κατακτήσει μια γυναίκα, συχνά έμπειρη, πάντα ανώτερης κοινωνικής τάξεως και πάντα παντρεμένη. Η μοιχεία είναι πλέον ομολογημένος απώτερος σκοπός. Ο έρωτας αυτός δεν είναι πλατωνικός. Είναι έρωτας ψυχής και σώματος και γίνεται ευρύτατα αποδεκτός, ρίχνοντας ίσως «στάχτη στα μάτια» της Εκκλησίας, που τον αποδίδει στους ευφάνταστους νόες των λογοτεχνών και… καθαρίζει, αλλά εντέλει με την ανοχή και της ίδιας, εγκαινιάζει μια μακρά περίοδο αμφισβήτησης της μονογαμίας στα πλαίσια του γάμου…

Όσο η Δύση αποδεσμεύεται, η Ανατολή σφίγγει την αγχόνη στο λαιμό των μοιχών… Στον ισλαμικό θρησκευτικό κώδικα ζωής (Σαρία) ο νόμος στοχεύει στην παραδειγματική τιμωρία πρωτίστως της μοιχαλίδας δια λιθοβολισμού, όχι απλά μέχρι θανάτου, αλλά δι αργού βασανιστικού θανάτου.

Στον κώδικα της Σαουδικής Αραβίας, της Υεμένης, του Σουδάν του Πακιστάν και του Ιράν προβλέπεται εφαρμογή της τιμωρίας του μοιχού με πάσα λεπτομέρεια… «Στην τιμωρία με λιθοβολισμό μέχρι θανάτου, οι πέτρες δεν πρέπει να είναι πολύ μεγάλες για να μην πεθάνει ο ένοχος από μία ή δύο από αυτές. Δεν πρέπει επίσης να είναι τόσο μικρές ώστε να μη θεωρούνται πέτρες» (!) Οι καταδικασμένοι, προκειμένου να αποτελέσουν σταθερό στόχο εκείνων που θα τους σημαδέψουν με την πέτρα, θάβονται στη γη ως τη μέση οι άνδρες και ως τους ώμους οι γυναίκες. Σε περίπτωση, που καταφέρουν -ενώ λιθοβολούνται- να απελευθερωθούν, παύει και η εκτέλεση της ποινής τους, γεγονός που ανεβάζει την αδρεναλίνη του πλήθους, τα μέλη του οποίου στιγμή με τη στιγμή και προκειμένου να μην αφεθεί χρονικό περιθώριο στον παραβάτη να σώσει τη ζωή του, εντείνουν τα χτυπήματα σε πυκνότητα και δύναμη!

Δυστυχώς, στις αραβικές κοινωνίες και όσο η θέση της γυναίκας παραμένει καρφωμένη στα… τάρταρα, εκείνη θα είναι στη διάθεση της κοινής ανδρικής… ηθικής που της επιβάλλει «τιμωρία», ακόμη κι αν οι αποδείξεις της αμαρτίας της δεν επαρκούν. Σύμφωνα με τη Διεθνή Αμνηστία, εκεί όπου το φάντασμα του λιθοβολισμού διατηρείται -και νομικά- ζωντανό και τρομακτικό είναι το Ιράν.

Ο ιρανικός κώδικας με την πρόβλεψη περί λιθοβολισμού έχει βέβαια αναθεωρηθεί, αλλά το νέο άρθρο, το 225, αφήνει ακόμα περιθώρια για βαρβαρότητες. Ο δικαστής μπορεί να αλλάξει τον τρόπο της εκτέλεσης ενός καταδικασμένου για μοιχεία «αν δεν υπάρχει η δυνατότητα λιθοβολισμού» με μία απόφαση, η οποία όμως θα πρέπει να εγκριθεί από τον επικεφαλής της δικαστικής αρχής. Επίσημος αριθμός λιθοβολισμών στο Ιράν δεν υπάρχει. Ωστόσο, η αρμόδια επιτροπή της Διεθνούς Αμνηστίας καταγράφει περί τις 150 περιπτώσεις στο χρονικό διάστημα 1980 – 2009. Ως τελευταία δημοσιοποιημένη περίπτωση αναφέρεται αυτή ενός μοιχού, τον Μάρτιο του 2009, ο οποίος λιθοβολήθηκε στην πόλη Ραστ στα βόρεια της χώρας.

Το θέμα είναι πως η ισόβια ένωση δύο συντρόφων εξακολουθεί να αποτελεί σημείο αναφοράς σε όλες τις κοινωνίες του πλανήτη, είτε πρόκειται για θεσμική σύμβαση επιβεβλημένη από τους κανόνες του κοινωνικού πολιτισμού, είτε για προσωπική επιλογή, που συντηρείται μέσα σε στενό περιβάλλον, χωρίς το τελετουργικό ενός εκκλησιαστικού μυστηρίου. Οι όρκοι της παραμονής του ενός στο πλευρό του άλλου, δεν έχουν απαραιτήτως τη δέσμευση έναντι ενός θεού, αλλά πρωτίστως έναντι του ανθρώπου. Σε φυλές ιθαγενών της Αφρικής, όπου ο «γάμος» δεν συντελείται στο όνομα κάποιου θεού, αυτή η δέσμευση αποκτά διάσταση ιερού όρκου έναντι του ανθρώπου και του περίγυρου. Το οξύμωρο είναι ότι όσο ψηλότερα είναι στην κλίμακα αξιών της κάθε φυλής η έννοια του σεβασμού απέναντι στον σύντροφο -γεγονός κάπως «στρογγυλεμένο» στις σύγχρονες κοινωνίες- τόσο απεχθέστερος είναι ο τρόπος με τον οποίο στιγματίζεται η καταπάτησή της.

Τιμωρία για τη μοιχεία, που συμπεριλαμβάνεται στον άγραφο νόμο της νιγηριανής φυλής Ίγκμπο, την οποία περιγράφει ο Τζέφρι Άμποτ (Geoffrey Abbott) στο βιβλίο του «Το εγχειρίδιο του καλού δημίου – οι εκτελέσεις από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα», προβλέπει μία εφιαλτική μέθοδο εκτέλεσης. Οι πρεσβύτεροι της φυλής ξεγυμνώνουν το ζεύγος των μοιχών, δένουν μεταξύ τους τα σώματά τους, τους υποχρεώνουν σε συνουσία δημοσία εν μέσω τυμπανοκρουσίας και σφυριγμάτων και κατόπιν, έτσι όπως τα δύο κορμιά είναι ξαπλωμένα το ένα επάνω στο άλλο, ο γιατρός της φυλής τα διαπερνάει με το ίδιο μακρύ ξύλινο παλούκι και με τη βοήθεια της φυλής τα σέρνει ίσαμε λίμνη, όπου ζουν κροκόδειλοι, και τα πετούν μέσα!

Έως και τις αρχές του 20ου αι., αφρικανικές φυλές καταδικάζουν τους μοιχούς σε καννιβαλισμό! Μετά την ετυμηγορία των γερόντων, ξεγυμνώνουν το «αμαρτωλό» ζεύγος, δένουν τον άνδρα και τη γυναίκα αντικριστά σε παλούκια καρφωμένα στο έδαφος σε μεταξύ τους απόσταση ενός μέτρου και τους ποτίζουν με πολύ αλατισμένο νερό. Επάνω στο 24ωρο ρωτούν τον άνδρα αν πεινά και ανεξαρτήτως από την απάντησή του, κόβουν ένα κομμάτι από το στήθος της γυναίκας και του το χώνουν στο στόμα, υποχρεώνοντάς τον να το μασήσει! Στο αντίστοιχο μαρτύριο υποβάλλουν τη γυναίκα με κομμάτι του σώματος του εραστή της. Οι δήμιοι συνεχίζουν εναλλάξ έως ότου εκείνοι, οι «ένοχοι», αφήσουν την τελευταία τους πνοή!

Στον αντίποδα όλων των παραπάνω, στις θεωρητικώς και πρακτικώς ανεπτυγμένες κοινωνίες των μη μουσουλμάνων Αφρικανών, των Πολυνησίων, και των Εσκιμώων ο όρος «μοιχεία» είναι σχεδόν άγνωστος.

Η μοιχεία στην αρχαία Ελλάδα

Σκληρή είναι η τιμωρία για τον μοιχό και τη μοιχαλίδα (πάντα… τσιμπημένη επί το σκληρότερο για το θήλυ) τόσο στην αρχαία Αίγυπτο, όσο και στην αρχαία Ελλάδα, όπου ο όρος μοιχεία δεν αφορά μόνο τις έγγαμες αλλά και τις χήρες και τις ανύπανδρες. Για την ακρίβεια, όταν οι γυναίκες δεν είναι εταίρες, δεν «δικαιούνται» αλλαγή ερωτικών συντρόφων. Κατά πώς μαρτυρούν οι αρχαίοι συγγραφείς, βάσει της νομολογίας του Δράκοντα, που αντικαθιστά αργότερα η ηπιότερη του Σόλωνα, στην Αθήνα μοιχοί και μοιχαλίδες διαπομπεύονται με τρόπο χείριστο. Φορτώνονται σε γάιδαρο (ονοβάτιδες) γυμνοί, με όψη προς τα καπούλια του ζώου και περιφέρονται στην πόλη, δεχόμενοι τη χλεύη των πλήθους. Υπάρχει όμως και μεγαλύτερος εξευτελισμός, τον οποίο μαρτυρούν στα έργα τους Αριστοφάνης και Λουκιανός. Πρόκειται για τον τιλμό και τη ραφανίδωση. Δηλαδή, για το μάδημα των τριχών των γεννητικών οργάνων και τον σκολοπισμό με ραπάνι!

Στην κλασική Ελλάδα, η μοιχεία εκ μέρους της συζύγου, δίνει το ελεύθερο σε όποιον έχει δικαιώματα επάνω της (πατέρας, σύζυγος, αδελφός) να επιλέξει και να επιβάλει έως και ποινή θανάτου τόσο στην ίδια τη μοιχαλίδα όσο και στον εραστή της.

Θα έλεγε κανείς ότι η μονογαμία, που ενώνει τις ζωές δύο ανθρώπων στη βάση μιας οικογενειακής προοπτικής, εκτός από την έτσι κι αλλιώς ζητούμενη βουλή του ενός εκάστου συντρόφου, αποτελεί ηθικό νόμο, η παραβίαση του οποίου διαταράσσει τη δυαδική συζυγική γαλήνη και ιερότητα. Ως τέτοιος νόμος, ως δικλείδα ασφαλείας της οικογενειακής ισορροπίας, και στην Ελλάδα, από τη σύσταση του ελληνικού κράτους η μοιχεία εντάχθηκε με τη βαρύτητα πλημμελήματος στον Ποινικό Κώδικα, αρχικά σύμφωνα με άρθρο της ποινικής νομολογίας των Βαυαρών που ίσχυε έως τις 31 Δεκεμβρίου 1950 και κατόπιν, ως τμήμα του άρθρου 357 του νέου Ποινικού Κώδικα που τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1951. Η προβλεπόμενη ποινή για τους μοιχούς ήταν φυλάκιση ενός έτους και η δίωξη ασκείτο μόνο ύστερα από έγκληση του παθόντα. Η μοιχεία κρινόταν ατιμώρητη, όταν οι σύζυγοι βρίσκονταν σε διάσταση.

Ώσπου ξημέρωσε το 1982 και η κυβέρνηση της «Αλλαγής» ανέτρεψε τα ισχύοντα. Σαν σήμερα, πριν από 39 χρόνια, στις 24 Ιουλίου του 1982, η ελληνική Βουλή ψήφιζε νομοσχέδιο, με το οποίο καταργούσε την ποινική δίωξη της μοιχείας.

«Το άρθρο 357 του Ποινικού Κώδικα για τη μοιχεία καταργείται. Δικογραφίες που εκκρεμούν για παραβάσεις του άρθρου 357 του Ποινικού Κώδικα τοποθετούνται στο αρχείο με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα και τα διωκτικά έγγραφα που έχουν εκδοθεί επιστρέφονται ανεκτέλεστα. Οι καταδικαστικές αποφάσεις για μοιχεία που έχουν εκδοθεί μέχρι την ισχύ αυτού του νόμου και οι ποινές που επιβλήθηκαν με αυτές σύμφωνα με το άρθρο 357 του Ποινικού Κώδικα διαγράφονται από το ποινικό μητρώο και διατάσσεται η καταστροφή των σχετικών δελτίων» ανέφερε το σημείωμα του άρθρου 6 του ν. 1271/1982.

Στο πέρασμα των αιώνων, η «μοιχεία» μετατρέπεται σε «απιστία» και η ματιά των κοινωνιών απέναντι στο φαινόμενο διαθλάται μέσα από το γυάλινο φίλτρο της απελευθέρωσης. Άλλωστε, οι ευαίσθητες ισορροπίες της μακράς συνύπαρξης δύο ανθρώπων στο πλαίσιο ενός γάμου, αποδεικνύουν ότι η πίστη στον σύντροφο δεν επιβάλλεται, και δη δια νόμου. Κερδίζεται, χαρίζεται.

Ο γάμος, βέβαια, παραμένει αναλλοίωτη σταθερά, αλλά οι σύζυγοι, όταν οι… γλυκόλαλες ερινύες καλούν σε απιστία, διαχειρίζονται το θέμα κατά βούληση και μακριά από δικαστικές διενέξεις, πολλώ δε μάλλον από κωμικοτραγικές σκηνές με μοιχούς να συλλαμβάνονται … επί το έργω και να σύρονται στα αστυνομικά τμήματα τυλιγμένοι με τα σεντόνια της αμαρτίας…

Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ, Αρχείο Τύπου Τ. Α. Μανιατέα