Ποινή φυλάκισης περιμένει τους εργοδότες που «αρπάζουν» τα 534 ευρώ από τους εργαζόμενούς τους

545

Εκατοντάδες είναι οι καταγγελίες από εργαζόμενους που επιχειρούν να «κλέψουν» την ειδική αποζημίωση από τους εργαζόμενούς τους, με το πρόσχημα της διατήρησης της θέσης εργασίας.

Οι εκβιασμοί αφορούν στις περισσότερες φορές εποχικούς υπαλλήλους που προσπαθούν να συμπληρώσουν τα απαιτούμενα 50 ένσημα για να αποκτήσουν πρόσβαση στο φετινό εποχικό επίδομα ανεργίας. Αναγκάζονται δηλαδή να χάσουν τα 534 ευρώ παρά να χάσουν την ασφάλιση.

Σε λιγότερο από έναν μήνα, δηλαδή από τις 20 Νοεμβρίου έως σήμερα, έχουν φτάσει 450 καταγγελίες για τέτοιες καταχρηστικές συμπεριφορές. Εργαζόμενοι σε πάρκινγκ αυτοκινήτων, φούρνους, εταιρείες εστίασης, συνεργεία καθαρισμού και σεκιούριτι, εμπορικά καταστήματα κ.α. εξαναγκάζονται να «καταθέτουν» στους εργοδότες τους τα 800 ή τα 534 ευρώ, δηλαδή τα ποσά των ειδικών αποζημιώσεων που εισπράττουν από το κράτος για την αναστολή σύμβασης, με στόχο να κρατήσουν τις δουλειές τους.

«Αυτό που οι επιτήδειοι εργοδότες εμφανίζουν ως δικαιολογία στους μισθωτούς τους, είναι πως η πρακτική αυτή εφαρμόζεται παντού και πως βοηθούν έτσι την ρευστότητα των επιχειρήσεων, οι οποίες υπό κανονικές συνθήκες θα τους είχαν απολύσει και δεν θα είχαν ούτε ασφάλιση», εξηγεί ο Γραμματέας Τύπου και Δημοσίων Σχέσεων της ΓΣΕΕ, Δημήτρης Καραγεωργόπουλος.

Με τη νέα νομοθεσία σε περίπτωση που επιβεβαιωθεί κάτι τέτοιο θα βρίσκονται αντιμέτωποι ακόμη και με φυλάκιση.

Το σχετικό άρθρο προβλέπει ότι «ο εργοδότης που αξιώνει και λαμβάνει από εργαζόμενο μέρος ή το σύνολο του ποσού της αποζημίωσης ειδικού σκοπού του δέκατου τρίτου άρθρου της από 14.3.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (Α’ 64), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 3 του ν. 4682/2020 (Α’ 76), της οποίας ο εργαζόμενος είναι δικαιούχος, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις, διώκεται κατ’ έγκληση και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι μηνών και χρηματική ποινή οριζόμενη σε τριακόσιες εξήντα (360) ημερήσιες μονάδες, το ύψος εκάστης των οποίων (ημερήσιων μονάδων) δεν μπορεί να είναι μικρότερο των δεκατεσσάρων (14) ευρώ».