Χρηματιστήριο: Στα ισχυρά “στοιχήματα” του 2020 η ελληνική αγορά

234

Της Ελευθερίας Κούρταλη

Οι επιδόσεις των ελληνικών ομολόγων και του Χρηματιστηρίου Αθηνών αυτό το έτος όχι απλώς εντυπωσίασαν, αλλά και “αιφνιδίασαν” πολλούς οι οποίοι δεν είχαν… διαβάσει σωστά το ελληνικό story και, έτσι, έχασαν σημαντικό μέρος των υπεραποδόσεων. Το γεγονός, ωστόσο, ότι οι προοπτικές της Ελλάδας, των ελληνικών εταιρειών και των ελληνικών συστημικών τραπεζών αναμένεται να βελτιωθούν περαιτέρω και ακόμα πιο έντονα το προσεχές διάστημα οδηγεί τους διεθνείς επενδυτικούς οίκους να θελήσουν να προλάβουν να επιβιβαστούν στο “τρένο” των αποδόσεων του 2020, έτσι ώστε να μη χάσουν το μεγάλο αυτό “στοίχημα” των αγορών.

Η προοπτική για ταχύτατη αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ελλάδας προς το κλαμπ της επενδυτικής βαθμίδας και για αναβάθμιση του Ελληνικού Χρηματιστηρίου σε ανεπτυγμένη αγορά από την κατηγορία των αναδυόμενων, που έχει “κολλήσει” τα τελευταία χρόνια, και ειδικά την τετραετία ΣΥΡΙΖΑ, δημιουργεί έναν δρόμο για σημαντικές υπεραποδόσεις στα ελληνικά assets, τα οποία αυτήν τη στιγμή παρουσιάζονται ως ένα από τα καλύτερα trades διεθνώς, ακριβώς καθώς αποτιμώνται σημαντικές εξελίξεις, οι οποίες και σταδιακά θα ενισχύονται.

Η φωτεινή εξαίρεση 

Η επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων, οι μεταρρυθμίσεις που συνεχίζονται, η ενεργοποίηση του “Ηρακλή” για τις τράπεζες, που θα καθαρίσει τους ισολογισμούς τους από σημαντικό μέρος προβληματικών δανείων, και η ενίσχυση της οικονομικής ανάπτυξης, η οποία θα κάνει την ελληνική οικονομία να ξεχωρίσει το νέο έτος σε ένα περιβάλλον διεθνούς επιβράδυνσης, οδηγούν οίκους και επενδυτές στο να διατηρήσουν τη “δίψα” τους για τα ελληνικά assets και το 2020, ποντάροντας σε επανάληψη των εντυπωσιακών επιδόσεων.

Αν και ο στόχος του 2,8% που έχει θέσει η κυβέρνηση θεωρείται φιλόδοξος, ωστόσο οι αναλυτές θεωρούν ότι η Ελλάδα θα αποτελέσει το “αστέρι” της ανάπτυξης το 2020. Όπως σημειώνει η Barclays, η Ελλάδα θα αποτελέσει τη μεγάλη εξαίρεση στην Ευρώπη σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη, καθώς θα είναι η μόνη οικονομία που αναμένεται να δει σημαντική ενίσχυση του ΑΕΠ της, τη στιγμή που η επιβράδυνση θα είναι το χαρακτηριστικό για όλες τις υπόλοιπες οικονομίες. Συγκεκριμένα, η βρετανική τράπεζα εκτιμά πως η ανάπτυξη στην Ευρωζώνη θα επιβαρυνθεί στο 1% από 1,2% φέτος, ενώ η Γερμανία, η Γαλλία και η Ιταλία θα σημειώσουν ανάπτυξη της τάξης του 0,6%, 1,3% και 0,2% αντίστοιχα. Μικρή επιβράδυνση αναμένει και σε Ισπανία, Πορτογαλία, Ολλανδία, Βέλγιο και Λουξεμβούργο. Για την Ελλάδα εκτιμά πως η ανάπτυξη θα κινηθεί στο 2,1% το 2020 και στο 2,4% το 2021.

Η Moody’s, από την πλευρά της, σημειώνει πως η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας θα κινηθεί στο 2,5% το 2020-2021, τονίζοντας πως θα μπορούσε να είναι ισχυρότερη, κάτι που θα εξαρτηθεί από την ανάκαμψη στις επενδύσεις. Σε αυτό θα λειτουργήσουν υποστηρικτικά οι κινήσεις στις οποίες έχει προχωρήσει η κυβέρνηση τους πέντε μήνες που βρίσκεται στην εξουσία, όπως οι μειώσεις φόρων, η μείωση γραφειοκρατίας και εμποδίων στις επενδύσεις.

Το πιθανότερο είναι, όπως σημειώνουν παράγοντες της αγοράς, πως, αν η κυβέρνηση διατηρήσει τους ρυθμούς της στο μέτωπο της ενίσχυσης των επενδύσεων και της ανάπτυξης, το στοίχημα των ελληνικών assets θα αποδειχθεί κερδοφόρο, εκτός εάν βέβαια υπάρξει κάποιο διεθνές σοκ. Μπορεί το Χ.Α. και τα ομόλογα να παραμένουν ευάλωτα στις διεθνείς εξελίξεις, ωστόσο η τρέχουσα χρονιά, που φτάνει στο τέλος της, απέδειξε πως έχουν τα “καύσιμα”, τα “όπλα” και τις δυνάμεις να αυτονομηθούν. Το γεγονός ότι η Ελλάδα έφτασε να δανείζεται με αρνητικά επιτόκια αποτελεί μία μόνο απόδειξη όλου αυτού του θετικού momentum που έχει χτιστεί και το οποίο έχει κορυφωθεί μετά τις εκλογές.

“Η Ελλάδα επέστρεψε”

Το έντονο ενδιαφέρον της διεθνούς επενδυτικής κοινότητας για την Ελλάδα αποτυπώθηκε ξεκάθαρα και στο συνέδριο της Capital Link στη Νέα Υόρκη την περασμένη εβδομάδα, όπου το “παρών” έδωσαν οι διοικήσεις κορυφαίων αμερικανικών εταιρειών με ενεργό ενδιαφέρον στην Ελλάδα, θεσμικοί επενδυτές ελληνικών μετοχών και ομολόγων, διαχειριστές κεφαλαίων και αναλυτές, καθώς και υψηλόβαθμα διεθνή τραπεζικά στελέχη.

Η ζήτηση για ραντεβού με Έλληνες υπουργούς και τον υπουργό Οικονομικών, κ. Χρήστο Σταϊκούρα, και τον υπουργό Ανάπτυξης και Επενδύσεων, κ. Άδωνι Γεωργιάδη, καθώς και τις διοικήσεις των ελληνικών εταιρειών, ήταν ιδιαίτερα ισχυρή, γεγονός που αποδεικνύει ότι η χώρα μας είναι πλέον στο ραντάρ των διεθνών “παικτών”. Όπως χαρακτηριστά δήλωσε ο ο John Paulson, πρόεδρος της Paulson & Co. Inc. και μέτοχος των Alpha Bank, Τράπεζας Πειραιώς και ΕΥΔΑΠ, “η Ελλάδα επέστρεψε!”, εκφράζοντας την αισιοδοξία του για τις επενδυτικές προοπτικές στη χώρα και υπογραμμίζοντας πως ο συνδυασμός των πολύ χαμηλών ή αρνητικών επιτοκίων τραπεζικών καταθέσεων και του γεγονότος ότι η Ελλάδα βρίσκεται στον δρόμο της ανάκαμψης σηματοδοτεί την κατάλληλη στιγμή για οποιοδήποτε είδος επένδυσης σε μετοχές και ακίνητη περιουσία.

Εκεί βρέθηκαν, μεταξύ άλλων, ο Jan Hatzius, επικεφαλής οικονομολόγος της Goldman Sachs, ο Giulio Baratta, επικεφαλής χρηματοοικονομικών και αγορών ομολόγων για την περιοχή της Ευρώπης, της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής της BNP Paribas, o Piotr Mietkowski, επικεφαλής επενδυτικής τραπεζικής της BNP Paribas, o Morven Jones, επικεφαλής αγοράς ομολόγων της Nomura, o Antonios Tiplalexis, γενικός διευθυντής της Nomura, o Alejandro Hernandez-Puertolas, Founding Partner & CEO της HIP Investment Partners (Blackstone Group), o Eric Clause, εκτελεστικός αντιπρόεδρος της PIMCO, καθώς και στελέχη της Citigroup.

Παράλληλα, μεταξύ των επενδυτικών οίκων και funds που συμμετείχαν στο συνέδριο μέσω εκπροσώπων τους ήταν και τα εξής: Athanor Capital, Bienville Capital, BlackRock, BlueCrest Capital, Brookfield Asset Management, Consilience Capital, Eaton Vance, Fir Tree Partners, Helm, Morgan Stanley, MSK Capital Partners, Third Point, Evermore, Psaros KPS, Monarch, Knighthead, Stonehill, Olympus Peak, Aberdeen, Helm, East Rock, Centerbridge, Beachpoint και Weterwheel.

Πιο κοντά στην “επενδυτική βαθμίδα”

Ισχυρή ώθηση και “καύσιμα” για νέα υψηλά στα ελληνικά assets θα δώσουν και οι οίκοι αξιολόγησης. Μετά τις εκλογές εμφανίστηκαν αρκετά φειδωλοί σε ό,τι αφορά τις αξιολογήσεις τους για την Ελλάδα, παρά τη σημαντική βελτίωση των προοπτικών της χώρας, μια… αδικία που… εντόπισε η αγορά και, έτσι, επιβράβευσε τα ελληνικά ομόλογα με ιστορικά χαμηλές αποδόσεις. Η S&P ήταν η μόνη που αναβάθμισε το rating της Ελλάδας, με τις Moody’s και Fitch να παραμένουν σε στάση αναμονής και την DBRS να αναβαθμίζει μόνο το outlook σε θετικό. Οι οίκοι περίμεναν πρώτα να δουν χειροπιαστά αποτελέσματα της πολιτικής της νέας κυβέρνησης σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη και τις επενδύσεις, καθώς και τη διαχείριση του χρέους, και έτσι επέλεξαν να περιμένουν.

Ωστόσο, αυτό το σκηνικό της αναμονής θα αλλάξει το νέο έτος, και ειδικά στο α’ τρίμηνο, όταν οι οίκοι αξιολόγησης δώσουν τα νέα reviews τους για την Ελλάδα. Τότε θα έχουν και τα απτά αποτελέσματα της πολιτικής της κυβέρνησης με την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων, την εφαρμογή του σχεδίου “Ηρακλής” και άλλες δράσεις στο μέτωπο των επενδύσεων και της ανάπτυξης.

Αυτό, άλλωστε, προβλέπει και η Citigroup, επισημαίνοντας πως η κατάκτηση της “επενδυτικής βαθμίδας” είναι ένα πιθανό στοίχημα για τη χώρα μας ακόμα και το επόμενο έτος. Όπως σημείωσε, οι οίκοι θα προχωρήσουν σε αναβαθμίσεις της Ελλάδας το επόμενο έτος, δεδομένων των ισχυρών θεμελιωδών μεγεθών. Και, αν το κάνουν (κατά τρεις ή τέσσερις βαθμίδες), η Ελλάδα μπορεί να επωφεληθεί σε όρους ρευστότητας από την ένταξη των ομολόγων στους δείκτες επενδυτικής βαθμίδας, καθώς και στο QΕ. Όλα αυτά υποδηλώνουν ότι είναι πολύ πιθανό να σημειώσει απότομη και μεγάλη συρρίκνωση των ελληνικών spreads, τόνισε η Citi, η οποία και συστήνει στους πελάτες της την αγορά ελληνικών ομολόγων. Συγκεκριμένα, η Citi προτείνει την αγορά ελληνικών 10ετών ομολόγων (λήξης Μαρτίου 2029) έναντι των γερμανικών κρατικών τίτλων, με στόχο το spread των 100-150 μονάδων βάσης, κατατάσσοντας αυτό το trade στα 12 κορυφαία για το 2020.

O Αμερικανός υπουργός Εμπορίου,Wilbur Ross, σε ομιλία του στο πλαίσιο του συνεδρίου της Capital Link στη Νέα Υόρκη, προέβλεψε ότι το πιστοληπτικό προφίλ της Ελλάδας ενδέχεται να βελτιωθεί ακόμα περισσότερο μέσα στα επόμενα δύο χρόνια εάν η κυβέρνηση συνεχίσει τη μεταρρυθμιστική της προσπάθεια. Όπως είπε χαρακτηριστικά, στις αρχές Οκτωβρίου, η Standard & Poor’s αναβάθμισε το ελληνικό δημόσιο χρέος κατά μία βαθμίδα, από το “Β+” στο “ΒΒ-“, με θετική προοπτική. Εάν η κυβέρνηση συνεχίσει τις πολιτικές της για την απελευθέρωση της αγοράς, τις ιδιωτικοποιήσεις, τη μείωση της γραφειοκρατίας των διαδικασιών αδειοδότησης, τη μείωση των φόρων και την εφαρμογή της συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης, αυτό θα μπορούσε να επηρεάσει τον επενδυτικό βαθμό της χώρας μέσα στα επόμενα δύο χρόνια.

Στελέχη της Fitch τον Ιανουάριο στην Αθήνα

Πιο ξεκάθαρη εικόνα για το πώς θα κινηθεί η “βαθμολογία” της Ελλάδας το αμέσως επόμενο διάστημα θα δοθεί τον Ιανουάριο και κατά την έλευση στελεχών και κορυφαίων αναλυτών του οίκου αξιολόγησης Fitch Ratings στην Αθήνα, στο πλαίσιο της εκδήλωσης που θα διοργανώσει σε κεντρικό ξενοδοχείο της Αθήνας, με τίτλο “Credit Outlook 2020”. Στο μονοήμερο συνέδριο της 28ης Ιανουαρίου θα παρουσιαστούν, μεταξύ άλλων, οι μακροοικονομικές προοπτικές της διεθνούς οικονομίας και της Ελλάδας ειδικότερα, οι σοβαρότεροι κίνδυνοι για τις πιστωτικές αγορές, καθώς και οι εκτιμήσεις για τον τραπεζικό κλάδο και τις “υπεύθυνες” επενδύσεις (ESG).

Αξίζει να σημειώσουμε πως η Fitch διατηρεί από τον Αύγουστο του 2018 την αξιολόγηση της Ελλάδας στο “ΒΒ-” με σταθερές προοπτικές, τρία σκαλοπάτια κάτω από την επενδυτική βαθμίδα, και η επόμενη αξιολόγησή της αναμένεται στις αρχές του α’ τριμήνου του 2020.

Την προηγούμενη, πάντως, εβδομάδα ο οίκος έδωσε το πρώτο… στίγμα για τις διαθέσεις του, σε έκθεσή του για τις ελληνικές τράπεζες. Όπως τόνισε, οι προοπτικές τους το 2020 είναι θετικές, καθώς αναμένεται να συνεχιστεί η βελτίωση της ποιότητας του ενεργητικού. Η θετική της άποψη, όπως εξηγεί, αντανακλά την προσδοκία της ότι οι πιστωτικοί κίνδυνοι, αν και εξακολουθούν να είναι υπαρκτοί, θα μειωθούν περαιτέρω το 2020, καθώς συνεχίζεται η μείωση του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs). Για τον “Ηρακλή” επανέλαβε ότι θα αποτελέσει ένα σημαντικό εργαλείο για την επιτάχυνση του “καθαρισμού” της ποιότητας του ενεργητικού, ενώ, παράλληλα, αναμένει ότι οι συστημικές τράπεζες θα προχωρήσουν σε εκδόσεις τίτλων Tier II εάν οι συνθήκες της αγοράς είναι ευνοϊκές, όπως κάποιες έκαναν το 2019. Όπως εκτιμά, η θέση ρευστότητας των τραπεζών θα συνεχίσει να βελτιώνεται χάρη στις εισροές καταθέσεων και τη βελτιωμένη πρόσβαση στη χρηματοδότηση από τις αγορές, ενώ αναμένει ότι οι τράπεζες θα δημιουργήσουν επιπλέον αποθέματα ρευστότητας. Σε ό,τι αφορά την κερδοφορία του 2020, ο οίκος αναμένει ελαφρά βελτίωση, η οποία θα προέλθει κυρίως από την αύξηση των εσόδων από προμήθειες, τον νέο δανεισμό –ειδικά στον εταιρικό τομέα– και τα μέτρα περιορισμού του κόστους. Ωστόσο, η μείωση του ρίσκου στους ισολογισμούς των τραπεζών και η μείωση των περιθωρίων κέρδους εκτιμά πως θα συνεχίσουν να ασκούν πίεση στην κερδοφορία το 2020.

Μήνυμα για τους παράγοντες οι οποίοι θα καθορίσουν τη δική της αξιολόγηση απέναντι στην Ελλάδα έδωσε η Moodys επίσης την περασμένη εβδομάδα. Σύμφωνα με τον οίκο, η αχίλλειος πτέρνα της Ελλάδας είναι οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει στο μέτωπο της βιωσιμότητας της ανάπτυξης, καθώς και στον τραπεζικό της κλάδο. Αν και εκτιμά ότι οι προοπτικές ανάπτυξης της Ελλάδας θα βελτιωθούν τα επόμενα δύο χρόνια, ωστόσο παραμένουν σημαντικά εμπόδια στη βιωσιμότητά της, όπως τα χαμηλά επίπεδα αποταμίευσης και οι χαμηλοί ρυθμοί επενδύσεων. Όπως πάντως τονίζει η Moody’s, μετά τις εκλογές του Ιουλίου η Ελλάδα έχει ένα πιο σταθερό πολιτικό περιβάλλον, καθώς για πρώτη φορά από το 2009 κατάφερε ένα κόμμα να αποκτήσει αυτοδυναμία. Ωστόσο, το μακροοικονομικό προφίλ της Ελλάδας παραμένει αδύναμο, καθώς αντανακλά τη βελτίωση της εμπιστοσύνης των καταθετών μετά τον μηδενισμό του ELA και την πλήρη άρση των capital controls, όμως αντανακλά επίσης τις πολύ αδύναμες πιστωτικές συνθήκες που συνεχίζουν να υπάρχουν στην οικονομία και οι οποίες χαρακτηρίζονται από το ακόμη υψηλό επίπεδο των προβληματικών δανείων των τραπεζών, τα οποία και εξακολουθούν να αποτελούν τη μεγαλύτερη πρόκληση για τον κλάδο.

*Αναδημοσίευση από το “Κεφάλαιο” που κυκλοφορεί

Πηγή: capital.gr