Νομικό Σχόλιο περί των Εισηγήσεων του Κτηματολογίου σε αγρούς Άνω Αγ. Ιωάννη, Αρωνά, Ν. Τραπεζούντας, Π. Κεραμιδίου και Σβορώνου

84

Του Πρόδρομου Τσιμερίκα,*

Με Επιστολή του προς θιγόμενους Δικαιούχους ακινήτων στις ως άνω περιοχές, το Κτηματολόγιο, μετά από επεξεργασία των δεδομένων που καταχωρίσθηκαν μέχρι τώρα, προέβη οίκοθεν σε εκθέσεις – εισηγήσεις διόρθωσης των αναρτήσεων, ουσιαστικά συμπεριλαμβάνοντας το Ελληνικό Δημόσιο ως συγκύριο κατά το 1/5 εξ αδιαιρέτου σε αγρούς – γεωτεμάχια, τα οποία ιστορικά ήταν μη καλλιεργήσιμες γαίες στην περιοχή μας, λόγω χαρακτηρισμού των γαιών αυτών ως δασικών, τα οποία διέπονται από τη Νομοθεσία περί Νέων Χωρών.

Με τον όρο «Νέες Χώρες» χαρακτηρίζονται οι περιοχές που απελευθερώθηκαν μετά τους Βαλκανικούς πολέμους του 1912-1913 και προσαρτήθηκαν στο ελληνικό κράτος μετά την συνθήκη του Βουκουρεστίου του 1913. Σε αυτές περιλαμβάνονταν η Μακεδονία και η Ήπειρος, εκτός του νομού της Άρτας, τα νησιά του Βόρειου και Ανατολικού Αιγαίου, η Κρήτη και αργότερα η Θράκη, περιοχές που σταδιακά συνενώθηκαν με την προαπελευθερωθείσα «Παλαιά Ελλάδα». Η ενοποίηση αυτών των περιοχών με τον κυρίως ελλαδικό χώρο συνοδεύτηκε από την ένταξή τους στην ελληνική έννομη τάξη που διαδέχθηκε την οθωμανική. Η βασική διαφοροποίηση στην αντιμετώπιση της προσάρτησης των νέων εδαφών αναφορικά με τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα που προϋπήρχαν σε αυτά, συνίστατο στην καινοτόμο για τα ελληνικά δεδομένα εισαγωγή στην ελληνική έννομη τάξη αυτούσιου αλλοδαπού δικαίου.

Περαιτέρω, με το διάταγμα 2468/1917 της προσωρινής Κυβερνήσεως Θεσσαλονίκης (άρθρο 2 αυτού), το οποίο κυρώθηκε με το Ν. 1072/1917, καταργήθηκε κατά βάση ο θεσμός των δημοσίων γαιών του οθωμανικού δικαίου. Από της ισχύος του ως άνω διατάγματος, δηλαδή, από 20-5-1917, ως προς τους καλλιεργούμενους και μόνο αγρούς το δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως (τεσσαρούφ) μεταβλήθηκε σε δικαίωμα πλήρους και οριστικής κυριότητας των 4/5 εξ αδιαιρέτου, του υπολοίπου 1/5 εξ αδιαιρέτου παραμείναντος στο Δημόσιο, ενώ ο Ν.2052/1920 επαναλαμβάνει στα αρθρ. 49 επ. τις διατάξεις του διατάγματος 2468/1917. Στη συνέχεια με τα άρθρα 101-104 του διατάγματος της 11/12-11-1929, που εκδόθηκε κατά εξουσιοδότηση του άρθρου 2 του Ν. 4226/1929 και τροποποιήθηκε με τα άρθρα 17, 18 και 19 του νόμου 1540/1938, παραχωρήθηκε στους ιδιοκτήτες των 4/5 και το υπόλοιπο 1/5 εξ αδιαιρέτου και έτσι αυτοί που είχαν αποκτήσει δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως έγιναν καθ’ ολοκληρίαν κύριοι του ακινήτου και χωρίς εγγραφή στα βιβλία μεταγραφών.

Η εκκρεμότητα της «νομικής μεταλλαγής» δεν λύθηκε εν τη γενέσει της, αλλά επιλέχθηκε η λύση της εισαγωγής στην ελληνική έννομη τάξη των διατάξεων του οθωμανικού Νόμου περί Γαιών με τον Νόμο 147/1914 «περί της εν ταις προσαρτωμέναις χώραις εφαρμοστέας νομοθεσίας». Σύμφωνα με την 3η παράγραφο του 2ου άρθρου του νόμου, στις περιοχές που βρίσκονταν υπό οθωμανική κυριαρχία «εισάγεται εν γένει η ελληνική αστική νομοθεσία», παραμένουν όμως σε ισχύ οι διατάξεις του οθωμανικού Νόμου περί Γαιών αναφορικά με την ρύθμιση της απόκτησης δικαιωμάτων ιδιωτικής φύσεως. Ως αποτέλεσμα, υπήρξε έστω και προσωρινά ρητή αναγνώριση των ήδη διαμορφωθέντων στις περιοχές εκείνες εμπράγματων δικαιωμάτων με το ακριβές περιεχόμενο και μορφή που αυτά είχαν κατά το οθωμανικό γαιοκτητικό σύστημα.

Οι ως άνω νομοθετικές ρυθμίσεις συμπεριλήφθηκαν και στον Αγροτικό Νόμο του 1920 και στις τροποποιήσεις αυτού το 1924 και 1926 προς επίρρωση της επιλογής που είχε πραγματοποιηθεί για την διαχείριση των πρώην δημοσίων γαιών. Ωστόσο, η επιλογή αυτή κάθε άλλο παρά ομόφωνη ήταν καθώς υπήρχαν σημαντικές ενστάσεις ως προς αυτήν. Οι ενιστάμενοι έβρισκαν έρεισμα στο γεγονός ότι ο νόμος του 1917 αποτελούσε μια έκτακτη ρύθμιση που επιβλήθηκε στην Ελλάδα ως πολεμικό μέτρο και έπρεπε πλέον να καταργηθεί εφόσον η πολεμική περίοδος είχε παρέλθει. Σε διαφορετική περίπτωση θα αποτελούσε εξόφθαλμη δήμευση της περιουσίας των πρώην εξουσιαστών των γαιών. Ωστόσο, καθώς τα διεθνή θέματα της Ελλάδας αναφορικά με την ανταλλαγή πληθυσμών δεν είχαν ακόμα διευθετηθεί, εκφράζονταν ανησυχίες ότι σε περίπτωση που το 1/5 εξ αδιαιρέτου επιστρεφόταν στους πρώην εξουσιαστές, τότε και οι ανταλλάξιμοι Οθωμανοί που διατηρούσαν δικαίωμα τεσαρρούφ προ του 1912 σε δημόσιες γαίες που πλέον ήταν ελληνικές, θα διεκδικούσαν το ποσοστό αυτό που είχε περιέλθει στο ελληνικό Δημόσιο αλλά και τις προσόδους που αναλογούσαν σε αυτό.

Αλλαγή στάσης επήλθε από το 1929 και έπειτα, όταν το ζήτημα της ανταλλαγής των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας είχε πλέον διευθετηθεί. Με την έκδοση του Προεδρικού Διατάγματος της 11/12-11-1929 που δημοσιεύτηκε στον νόμο 4226/1929, η κατάσταση της αναγκαστικής συγκυριότητας που είχε δημιουργηθεί επί των τέως δημοσίων γαιών στις «Νέες Χώρες» λύθηκε αυτοδικαίως, όπως είχε δημιουργηθεί με την περιέλευση του ποσοστού του Δημοσίου στους ιδιοκτήτες του υπόλοιπου ποσοστού. Μάλιστα, στο διάταγμα οριζόταν πως οι πρώην κάτοχοι του δικαιώματος τεσαρρούφ και νυν δικαιούχοι του συνόλου του δικαιώματος πλήρους κυριότητας δεν υποχρεούνταν σε άλλες διαδικαστικές πράξεις ή διατυπώσεις δημοσιότητας, αφού δεν ήταν απαραίτητη η μεταγραφή έγγραφου τίτλου για το ποσοστό του 1/5 εξ αδιαιρέτου που αποκτούσαν.

Εν πάση περιπτώσει, η εδώ και σχεδόν δύο αιώνες εφαρμογή και ερμηνεία από τα Δικαστήρια των πρώτων νομοθετημάτων του τότε νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους, εν όψει της έλλειψης νεότερης παρέμβασης του νομοθέτη, με κατά καιρούς διαφορετική νομολογιακή προσέγγιση των εν λόγω διατάξεων, έχει εν τέλει οδηγήσει διαχρονικώς σε διαφορετικούς τρόπους δικαστικής διάγνωσης ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων που ωστόσο εκτήθησαν κατά τον αυτό χρόνο και υπό το αυτό νομοθετικό πλαίσιο, κατά τρόπο εντελώς ασυμβίβαστο με την υπερνομοθετική προστασία της ιδιοκτησίας σύμφωνα με το Σύνταγμα της Ελλάδος και την ΕΣΔΑ. Η διάγνωση εμπραγμάτων δικαιωμάτων σήμερα και η συνακόλουθη αμφισβήτηση πραγματικών καταστάσεων που έχουν παγιωθεί ήδη προ πολλών γενεών, με βάση την ερμηνεία του οθωμανικού δικαίου και βασιλικών διαταγμάτων των ετών 1836 και 1838, οπωσδήποτε προκαλεί το κοινό αίσθημα. Για τους παραπάνω λόγους, η έστω και όψιμη παρέμβαση του νομοθέτη θα μπορούσε να συνεισφέρει στη δημιουργία ασφάλειας δικαίου τουλάχιστον ως προς τις εναπομείνασες περί τα δάση εμπράγματες εκκρεμότητες.

Επί δύο αιώνες, πολλά από τα ακίνητα των ως άνω περιοχών έχουν «αλλάξει χέρια» νόμιμα, με πλήθος συμβολαίων ή δικαστικών αποφάσεων, καταβλήθηκαν τιμήματα αγοραπωλησίας προς πωλητές και οι αναλογούντες φόροι προς το Ελληνικό Δημόσιο, από τους ιδιοκτήτες, για το δικαίωμα της πλήρους κυριότητας τους, με νόμιμες μεταγραφές στα βιβλία μεταγραφών του εκάστοτε Υποθηκοφυλακείου, χορηγήθηκαν δάνεια από πιστωτικά ιδρύματα, τα οποία εξοφλήθηκαν κιόλας κλπ  παγιώνοντας το αίσθημα καλή πίστης, έννομης τάξης και ασφάλειας στις συναλλαγές των πολιτών.

Συνεπώς, κατόπιν όλων των ανωτέρω, η όψιμη προβολή των δικαιωμάτων του Ελληνικού Δημοσίου, θα επιφέρει αναστάτωση στο κοινωνικό σύνολο αυτών των ΟΤΑ αλλά και επισφάλεια στις συναλλαγές που αφορούν τα ακίνητα, καθώς και παύση της ανάπτυξης των περιοχών αυτών. Σε κάθε περίπτωση οι θιγόμενοι από τέτοιες εισηγήσεις πολίτες οφείλουν να απευθύνονται σε νομικούς για την πληρέστερη αντιμετώπιση του θέματος.

 

* Ο Πρόδρομος Τσιμερίκας είναι Δικηγόρος Κατερίνης Παρ’ Αρείω Πάγω