22 Ιουλίου: της Αγίας Μαρίας της Μαγδαλινής

131

Είναι αναμφισβήτητο γεγονός ότι η γυναίκα, για πρώτη φορά στην ιστορία της, βρήκε καταξίωση από τον Κύριό μας Ιησού Χριστό. Εκτός από την Παναγία μας, η οποία υπήρξε το μοναδικό σκεύος της θείας χάριτος, μια πλειάδα αγίων γυναικών βρισκόταν κοντά στον Κύριο, καθ’ όλη την επί γης παρουσία Του, οι οποίες τον υπηρετούσαν και πλαισίωναν στο σωτήριο έργο του.

Μία από αυτές ήταν η Μαρία η Μαγδαληνή, η μυροφόρος και ισαπόστολος, η πλέον αφοσιωμένη μαθήτριά Του.

Καταγόταν από την πόλη Μάγδαλα, η οποία βρισκόταν στην περιοχή της Γαλιλαίας στη δυτική όχθη της λίμνης Τιβεριάδας, και γι’ αυτό πήρε την προσωνυμία Μαγδαληνή.

Οι γονείς της ήταν πλούσιοι, ευγενείς και ευσεβείς Ιουδαίοι, ονομάζονταν Σύρος και Ευχαριστία. Μεγάλωσαν τη Μαρία με ευσέβεια και φόβο Θεού.

Φρόντισαν δε να της δώσουν σοβαρή μόρφωση, όπως αναφέρει ο βιογράφος της Κάλλιστος Ξανθόπουλος. Μελέτησε την Παλαιά Διαθήκη και εντρύφησε στις προφητείες για τον Μεσσία.

Μετά το θάνατο των γονέων της αρνήθηκε να παντρευτεί και αφιερώθηκε στην προσευχή και τη μελέτη των Γραφών.

Παράλληλα ασκούσε φιλανθρωπία. Μοίρασε τη μεγάλη περιουσία της στους φτωχούς και ζούσε η ίδια με νηστεία, παρθενία και εγκράτεια.

Ο μισόκαλος διάβολος φθόνησε τη σεμνή και πιστή Μαρία και θέλησε να την καταστρέψει. Έστειλε επτά φοβερά δαιμόνια να την καταλάβουν.

Εδώ θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι στην προχριστιανική εποχή, όταν δεν υπήρχε το Άγιο Βάπτισμα και τα άλλα Ιερά Μυστήρια της Εκκλησίας μας, ως ισχυρά ελιξίρια κατά των δαιμονικών δυνάμεων, οι άνθρωποι, ακόμα και οι δίκαιοι, μπορούσαν να καταληφθούν από τους δαίμονες.

Αυτό έπαθε και η Μαρία. Κάποτε πέρασε από την περιοχή της ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός.

Η Μαρία, παρ’ όλα τα φρικτά προβλήματα που της δημιουργούσαν τα ακάθαρτα πνεύματα, έτρεξε να ακούσει το φημισμένο ραβίνο, τον οποίο ακολουθούσαν τα πλήθη και σαγηνεύονταν από το πρωτάκουστο κήρυγμά Του.

Ο Χριστός διέγνωσε ως Θεός την αγαθή ψυχή της και το ρόλο που θα διαδραμάτιζε στο έργο Του.

Τη θεράπευσε, διώχνοντας τα δαιμόνια (Λουκ.8,1-3) και εκείνη από ευγνωμοσύνη εντάχτηκε με όλη τη δύναμη της ψυχής της στην ομάδα των μαθητριών Του.

Αναγνώρισε στο πρόσωπό Του τον αναμενόμενο Μεσσία και για τούτο υπήρξε η πιο αφοσιωμένη μαθήτριά Του. Μαζί με τις άλλες μαθήτριες (Σουσάνα, Μαρία τη μητέρα του Ιακώβου, Μαρία του Κλωπά, Ιωάννα του Χουζά, τη μητέρα των υιών Ζεβεδαίου, κλπ) υπηρετούσαν τον Κύριο και τους αποστόλους.

Κάποιοι θέλουν να την ταυτίσουν με την αμαρτωλή γυναίκα, η οποία ένιψε τα πόδια του Ιησού, λίγο πριν το πάθος Του (Λουκ.7,36-50).

Αυτό δεν ευσταθεί, διότι ο ιερός ευαγγελιστής την αμαρτωλό γυναίκα την αναφέρει ανώνυμα. Η αιρετική δυτική χριστιανοσύνη έπλασε αυτόν τον μύθο στα χρόνια του σκοτεινού μεσαίωνα.

Η Μαρία έβλεπε με θαυμασμό τα θαύματά του Κυρίου

Η Μαρία άκουγε με προσοχή τους λόγους του Κυρίου και έβλεπε με θαυμασμό τα θαύματά Του.

Όλα αυτά την οδηγούσαν στη βεβαιότητα ότι ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ είναι ο Μεσσίας, ο Υιός του Θεού, που προφήτευσαν οι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης.

Σύγκρινε αυτά που είχε διαβάσει στις αρχαίες Γραφές με αυτά που άκουγε και έβλεπε και σχημάτισε τη βεβαιότητα ότι ζούσε στην ευλογημένη μεσσιανική εποχή. Διέθεσε στο έργο του Κυρίου την εναπομείνασα περιουσία της και η ίδια διακονούσε χειρονακτικά.

Συνδέθηκε με αδελφική φιλία, όχι μόνο με τις άλλες μαθήτριες του Χριστού, αλλά και με τη Θεοτόκο, την οποία σέβονταν και υπολήπτονταν, ως Θεού Μητέρα. Κατά το σωτήριο πάθος του Κυρίου έδειξε απίστευτη αφοσίωση και ηρωισμό.

Από τη νύχτα της προδοσίας ως τον ενταφιασμό Του δεν απομακρύνθηκε από κοντά Του, αλλά μαζί με τη Θεοτόκο σπάραζαν από τον πόνο και την αγωνία.

Ενώ οι άνδρες μαθητές Του διασκορπίστηκαν και κρύφτηκαν για να μη συλληφθούν και οι ίδιοι, να μη θεωρηθούν συνεργοί του Ιησού και πάθουν τα ίδια με Εκείνον, οι άγιες γυναίκες μαθήτριες του, μαζί με τη Θεοτόκο, στεκόταν παράμερα στον Γολγοθά και παρακολουθούσαν θρηνώντας το Θείο Πάθος (Ματθ.27,55-56).