Το “σκληρό” μάθημα της Δανίας για την εμπιστοσύνη και την πανδημία

229

Η κοινωνική και θεσμική εμπιστοσύνη είναι κρίσιμη όταν το μέλλον είναι αβέβαιο

Από τα μέσα Σεπτεμβρίου η Δανία προσπάθησε να ζήσει ωσάν η πανδημία να έχει τελειώσει. Τα σχολεία και οι χώροι εργασίας άνοιξαν. Έως και πριν από λίγες μέρες οι κάτοικοι της χώρας μπορούσαν να πάνε σε μπαρ, εστιατόρια, θέατρα, γυμναστήρια χωρίς να χρειάζεται να δείξουν το πιστοποιητικό. Η χρήση μάσκας σε εξωτερικούς χώρους ήταν σπάνια, με εξαίρεση τα αεροδρόμια. Ο Εθνικός Οργανισμός Υγείας της χώρας, στην ιστοσελίδα του, με βίντεο σε ήχους ραπ, ευχαριστούσε τους Δανούς που έχουν εμβολιαστεί πλήρως, καθώς το ποσοστό των εμβολιασμένων φτάνει στο 86%.

Ότι απομακρύνθηκαν σε μεγάλο βαθμό οι περιορισμοί δεν σημαίνει ότι έχει απομακρυνθεί και ο ιός. Τα κρούσματα αυξήθηκαν ραγδαία από τον Σεπτέμβριο, οπότε και ήρθησαν οι περιορισμοί, και φτάνουν στα περίπου 2.600 κατά μέσο όρο σε ημερήσια βάση.

Ως απάντηση, η κυβέρνηση επανέφερε τη χρήση του πιστοποιητικού εμβολιασμού. Η χρήση μάσκας είναι πολύ πιθανό επίσης να επιστρέψει. Πάνω από το 90% των Δανών στηρίζουν τα νέα μέτρα, σύμφωνα με μελέτη μας.

Το μέλλον, ωστόσο, διαγράφεται αβέβαιο. Η εμπιστοσύνη −αν διατηρηθεί− θα μπορούσε να κάνει τη διαφορά. Πολλές χώρες θα αντιμετωπίσουν προβλήματα ανάλογα με αυτά της Δανίας τον χειμώνα. Τα “σωστά” αλλά και τα “λάθη” της χώρας θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως “μάθημα” για τους λόγους για τους οποίους η διαφάνεια είναι ουσιαστική για την πορεία μέσα από την αβεβαιότητα.

Η συνεχιζόμενη έρευνά μας, η οποία περιλαμβάνει περισσότερα από 400.000 ερωτηματολόγια πάνω σε συμπεριφορές σχετικά με την COVID-19 στη Δανία, σε έξι ακόμα ευρωπαϊκές χώρες και στις ΗΠΑ, υποδηλώνει ότι οι επιδόσεις της Δανίας μέχρι αυτό το σημείο οφείλονται σε τρεις σημαντικούς παράγοντες.

Πρώτον, η Δανία έχει υψηλή “κοινωνική” και “θεσμική” εμπιστοσύνη (90% των Δανών δηλώνουν ότι έχουν υψηλή ή μέτρια εμπιστοσύνη στις υγειονομικές αρχές), ενώ καταγράφεται υψηλή προθυμία για εμβολιασμό. Δεύτερον, η Δανία έχει χαμηλό ποσοστό πολιτικής πόλωσης και παραπληροφόρησης. Τρίτον, η χώρα ασπάζεται σε μεγάλο βαθμό το “samfundssind”, τη δανέζικη λέξη η οποία σε ελεύθερη μετάφραση σημαίνει “κοινοτικό πνεύμα”.

Η υψηλή εμπιστοσύνη και το αίσθημα της κοινότητας κατέστησαν τα μέτρα κατά της COVID εύκολα εφαρμόσιμα. Τα προσωρινά lockdowns εφαρμόστηκαν χωρίς μεγάλες αντιδράσεις στη Δανία. Δεν υπήρξαν απαγορεύσεις κυκλοφορίας και οι περιορισμοί σε συγκεντρώσεις στα σπίτια επιτεύχθηκαν μέσω απλών συστάσεων από τις υγειονομικές αρχές της χώρας. Μόλις τα εμβόλια εγκρίθηκαν, οι Δανοί εμβολιάστηκαν γρήγορα.

Ακόμα και τα χειρότερα αποτελέσματα της Δανίας στο μέτωπο της COVID-19 είναι πολύ καλύτερα σε σχέση με άλλες χώρες. Στις ΗΠΑ η μέση αναλογία θανάτων από COVID-19 ανά εκατομμύριο πληθυσμού ανέρχεται σε 2.303 και στο Ηνωμένο Βασίλειο η μέση αναλογία διαμορφώνεται σε 2.126. Στη Δανία η αναλογία ανέρχεται σε 471.

Η κυβέρνηση της Δανίας κέρδισε την εμπιστοσύνη από την αρχή της πανδημίας, μέσω τακτικών συσκέψεων της πρωθυπουργού, Mette Frederiksen, με άλλες Αρχές της χώρας. Προέβησαν σε συντονισμένα μηνύματα βασισμένα σε πραγματικές πληροφορίες σχετικά με τον κοροναϊό, ενώ υπογράμμισαν τις ηθικές υποχρεώσεις των Δανών, του ενός απέναντι στον άλλο. “Πρέπει να είμαστε ενωμένοι, διατηρώντας τις αποστάσεις”, είπε η κυρία Frederiksen στη συνέντευξη Τύπου κατά την οποία ανακοινώνει την επιβολή lockdown στη χώρα, τον Μάρτιο του 2020.

Οι υγειονομικές αρχές της Δανίας ήταν από τις πρώτες που ανέστειλαν αρχικά και σταμάτησαν στη συνέχεια τη χρήση των εμβολίων της AstraZeneca λόγω ανησυχιών για τις παρενέργειές τους. Εξήγησαν ότι η πανδημία στη χώρα ήταν υπό έλεγχο και άλλα εμβόλια θα ήταν σύντομα διαθέσιμα. Δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι τα ποσοστά εμβολιασμού επηρεάστηκαν από αυτή την απόφαση. Η διάθεση για διαφάνεια και αναθεώρηση των πολιτικών υπό το φως νέων ευρημάτων είναι σημαντική για να διατηρηθεί η εμπιστοσύνη του κοινού.

Αλλά αυτή η εμπιστοσύνη που είναι απαραίτητη ώστε να θεωρηθεί “success story” η ανταπόκριση της Δανίας απέναντι στην πανδημία, σε μερικές περιπτώσεις, δίνει τη δύναμη στις Αρχές να το παρατραβήξουν χωρίς αντιδράσεις. Η έρευνα των “New York Times” έδειξε ότι η μεγαλύτερη πτώση της εμπιστοσύνης των Δανών πολιτών προς την κυβέρνησή τους συνέβη έπειτα από ένα γεγονός που ονομάστηκε “Μινκγκέιτ”.

Πέρυσι τον Νοέμβριο η πρωθυπουργός κυρία Frederiksen ανακοίνωσε ότι όλα τα μινκ της χώρας έπρεπε να θανατωθούν, ώστε να εμποδιστεί η εξάπλωση της μετάλλαξης του κοροναϊού στα ζώα. Αυτό περιελάμβανε περίπου 17 εκατ. μινκ από 1.000 φάρμες. Μέσα σε δύο εβδομάδες σφαγιάστηκαν 11 εκατ. μινκ κι αυτό είχε ισχυρό πλήγμα στον κλάδο. Όμως αυτή η ενέργεια αποδείχθηκε αργότερα πως ήταν σκάνδαλο από τη στιγμή που η κυβέρνηση δεν είχε τη νομική ισχύ για να διατάξει τη θανάτωση αυτών των ζώων. Έτσι, ο υπουργός Γεωργίας παραιτήθηκε και αυτή η απόφαση της κυβέρνησης θα κοστίσει περίπου 3 δισ. δολάρια σε δικαστικά έξοδα και αποζημιώσεις προς τους αγρότες και τον κλάδο της εκτροφής μινκ.

Αν και η εμπιστοσύνη των Δανών προς την κυβέρνηση αυξήθηκε ξανά μετά το “Μινκγκέιτ”, δεν έχει αποκατασταθεί πλήρως. Το σκάνδαλο κατέδειξε πως μπορεί κάποιες φορές οι κυβερνήσεις να έχουν τη σύμφωνη γνώμη των ψηφοφόρων τους να δρουν επιθετικά, αλλά αυτό δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένο.

Καθώς τα κρούσματα COVID-19 αυξάνονται και επανέρχονται οι περιορισμοί, η Δανία πρέπει να στηριχθεί στο αίσθημα εμπιστοσύνης του λαού της ώστε να τα βγάλει πέρα με την πανδημία. Υπάρχει το ρίσκο η ενότητα που νιώθουν οι Δανοί, ο ένας για τον άλλον, να δοκιμαστεί εξαιτίας των ανεμβολίαστων συμπολιτών τους που ασθενούν και διασπείρουν τον ιό. Στη χώρα εκδηλώνονται διαμαρτυρίες και φωνές αγανάκτησης για τις περιοχές με τα χαμηλότερα ποσοστά εμβολιασμού, στις περισσότερες εκ των οποίων ζουν και πολλοί μετανάστες.

Η εμπιστοσύνη των πολιτών είναι καίριας σημασίας ώστε να δοθεί ένα τέλος στην πανδημία. Αυτή επιτυγχάνεται με διαφάνεια, ειλικρίνεια και την παραδοχή ότι είμαστε σε αχαρτογράφητα νερά και χρειάζεται κατανόηση από όλους. Ίσως αυτή είναι και η μεγαλύτερη πρόκληση για τις μετα-COVID19 κοινωνίες, συμπεριλαμβανομένης της Δανίας.

* Η Rebecca Adler-Nissen είναι καθηγήτρια πολιτικών επιστημών και αναπληρώτρια διευθύντρια στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης. Ο Sune Lehmann είναι καθηγητής στο Τεχνικό Πανεπιστήμιο της Δανίας και ο Andreas Roepstorff είναι καθηγητής και διευθυντής στο Interacting Minds Center του Πανεπιστημίου της Aarhus.

© 2021 Διατίθεται από το “The New York Times Licensing Group”