Η ουσία και η προοπτική της Συμφωνίας Αμυντικής Συνεργασίας Ελλάδας – Γαλλίας

521

Του Χρήστου Γκουγκουρέλα*

H 28η Οκτωβρίου 2021 θα πρέπει να αναγνωρίζεται πλέον ως ‘‘σταθμός’’ της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας. Και τούτο, διότι η οριστικοποίηση της απόκτησης 3 φρεγατών (με option για άλλη μία), τύπου ‘‘Belharra’’, από τη χώρα μας, στο πλαίσιο της συναφθείσας συμφωνίας αμυντικής συνεργασίας Ελλάδας-Γαλλίας, και δη με πλήρη εξοπλισμό, σε ‘‘συμφέρουσα’’ τιμή και με διαμόρφωση που επιλέχθηκε από το ίδιο το Πολεμικό Ναυτικό μας, δεν είναι απλά μια ‘‘επιτυχία’’ της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής αλλά ανάγεται σε γεγονός γεωστρατηγικής σημασίας με πολυδύναμες επιπτώσεις στο περιφερειακό και όχι μόνο τοπίο.

Κατά την άποψη μου, τρία είναι τα ζητήματα που χρήζουν μιας προσεκτικής προσέγγισης επί της παραπάνω πολύ σημαντικής εξέλιξης. Το πρώτο είναι κλασσικό και έχει να κάνει με την αιτιολογική βάση (με το ‘‘γιατί’’) αυτής της συνεργατικής πρωτοβουλίας. Το δεύτερο αφορά τη χρονική κλίμακα εκδήλωσης αυτής της ελληνο-γαλλικής συμπόρευσης, το οποίο βέβαια αλληλοσχετίζεται με το πρώτο, αποτελώντας επί της ουσίας παράμετρο του. Το δε τρίτο αναφέρεται στην περίφημη ‘‘ρήτρα αμυντικής συνδρομής’’ της άνω συνεργασίας και ειδικότερα εστιάζει στην ουσία και στις πρακτικές συνέπειες του περιεχομένου της.

Στο πρώτο ζήτημα, όσον αφορά τη Γαλλία, η απάντηση είναι προφανής. Η Γαλλία, η μοναδική πυρηνική δύναμη της Ευρώπης, αποκτά με τη συγκεκριμένη, υψηλής σπουδαιότητας συμφωνία, προσβασιμότητα στα γεωπολιτικά τεκταινόμενα της Ανατολικής Μεσογείου και ενδυναμώνει τόσο το ηγετικό προφίλ της όσο και το πλέγμα συμμαχικών συνεργειών στο οποίο ερείδει τη στρατηγική της. Αφενός, το Γαλλικό Πολεμικό Ναυτικό, από τα ισχυρότερα του Πλανήτη (https://www.edudwar.com/top-10-strongest-navies-in-the-world/), θα έχει δικαιολογητικό λόγο επιχειρησιακής επέμβασης στην περιοχή, αφετέρου τα συμφέροντα της γαλλικής TOTAL, όσον αφορά την εκμετάλλευση του υποθαλάσσιου ενεργειακού πλούτου της Λεκάνης της Λεβαντίνης, ‘‘ενδύονται’’ με ένα συμπαγές και αξιόπιστο προστατευτικό ‘‘στρατιωτικό κέλυφος’’.

Άλλωστε, η γαλλική ‘‘Λευκή Βίβλος για την άμυνα και την εθνική ασφάλεια’’ (Livre Blanc Défense et Sécurité Nationale, 2013, http://www.livreblancdefenseetsecurite.gouv.fr/pdf/le_livre_blanc_de_la_defense_2013.pdf), αναγνωρίζει ότι, αν και τα ευρωπαϊκά κράτη δεν έχουν επισήμως εχθρούς, η πολεμική επίθεση σε ένα από αυτά είναι από τους μεγαλύτερους κινδύνους ή απειλές που μπορεί να προκύψουν. Γι’ αυτό, η Γαλλία θέτει ως ύψιστη προτεραιότητά της τη σταθερότητα των κρατών του ευρωπαϊκού χώρου (σελ. 52 και 53 της γαλλικής Λευκής Βίβλου: ‘‘Si, comme la France, aucun des pays européens ne se connaît aujourd’hui d’ennemi étatique déclaré, la possibilité d’une agression militaire directe contre un autre pays européen doit être prise en compte dans l’éventail des risques et menaces.  …..Par ailleurs, la stabilité de tous les pays de l’espace européen demeure une priorité importante’’).

Συνεπώς, δομικό χαρακτηριστικό της γαλλικής στρατηγικής λογικής είναι η αμυντική και επιχειρησιακή αυτονομία της Ευρώπης, ως όρος για την αποτελεσματική προστασία της αλλά και για τη γεωπολιτική της δράση ανά τον Κόσμο. Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, που στη γαλλική ‘‘Λευκή Βίβλο’’ προβλέπεται ότι ο ετήσιος αμυντικός προϋπολογισμός της χώρας (τρίτος υψηλότερος ανάμεσα στις χώρες του ΝΑΤΟ) θα είναι 31,4 δισ. ευρώ (1,5% του γαλλικού ΑΕΠ) και επίσης ότι η Γαλλία θα διατηρεί ειδικό σώμα 15.000 ανδρών για ‘‘υπερπόντιες στρατιωτικές επιχειρήσεις’’. Υπ’ αυτό το πρίσμα, η αμυντική συνεργασία με την Ελλάδα είναι εφαρμοστική και ενισχυτική αυτής της λογικής.

Η Ελλάδα, από την άλλη πλευρά, είναι απόλυτα εύλογο ότι ισχυροποιεί το γεωπολιτικό της εκτόπισμα, ουσιώδη προϋπόθεση του οποίου αποτελεί η στιβαρή αμυντική ισχύς της χώρας μας. Η εξωτερική μας πολιτική συνεχίζει έτσι τη στρατηγική της συμμετοχής σε δικτυωτά σχήματα διεθνούς και περιφερειακής επιρροής. Κατά συνέπεια, η συμφωνία Ελλάδας-Γαλλίας συνιστά, υπό την έννοια αυτή, ‘‘σφυρηλατημένη υποδικτύωση’’ της χώρας μας εντός ενός ευρύτερου πλέγματος δικτυώσεων, που συμπεριλαμβάνει, πέραν από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ, το ΕUMED 9, το Eastmed Gas Forum, τα τριμερή ενεργειακά σχήματα με Κύπρο, Ισραήλ και Αίγυπτο αλλά και το ‘‘άνοιγμα’’ στον αραβικό κόσμο.

Επιπροσθέτως, η Ελλάδα στέλνει υπόρρητο μεν αλλά σαφές ‘‘μήνυμα’’ διπλής κατεύθυνσης, με πολύ συγκεκριμένους μάλιστα αποδέκτες. Αφενός, τονίζει προς τον ανατολικό γείτονα της ότι αυξάνει και θα συνεχίσει να αυξάνει την αποτρεπτική ικανότητά της, αφετέρου δε, με την εμφανή πια και ‘‘επίσημη’’ ανάμιξη της Γαλλίας στην Ανατ. Μεσόγειο, ‘‘απαντά’’ εμμέσως στο σχέδιο διχοτόμησης της Κύπρου, με τη ‘‘δημιουργία’’ δύο κρατών, και στις παγκόσμιες δυνάμεις που ‘‘παρασκηνιακά’’ προωθούν το σχέδιο αυτό….

Περαιτέρω, το δεύτερο ζήτημα αφορά τη χρονική εξωτερίκευση (timing) της ελληνο-γαλλικής συστράτευσης. Η ερμηνευτική σύνδεση της συγκεκριμένης συμφωνίας με τη σύναψη της γνωστής συμφωνίας AUCUS είναι, νομίζω, πραγματιστική. Γι’ αυτό, εξάλλου, η συμφωνία μας με τη Γαλλία ‘‘ευλογήθηκε’’ δεόντως από το αμερικανικό State Department. Το momentum βόλευε απίστευτα όχι μόνο τα συμβαλλόμενα στη συμφωνία κράτη αλλά κυρίως (και) τους Αμερικανούς, οι οποίοι φαίνεται να αποκομίζουν διπλό όφελος στο διπλωματικό πεδίο. Αναφέρομαι, ειδικότερα, στον ‘‘κατευνασμό’’ της Γαλλίας, μέσω της συμφωνίας για τη προμήθεια φρεγατών στην Ελλάδα, μετά την ‘‘οργή’’ της για τη συμφωνία AUCUS, για όσα προηγήθηκαν αυτής και όσα αυτή επέφερε, αλλά και στην εκ μέρους τους αποφυγή ‘‘διπλωματικής τριβής’’ με την Τουρκία του Ερντογάν στο ενδεχόμενο που θα ήταν αυτοί (οι Αμερικανοί δηλαδή) που θα προμήθευαν το ελληνικό πολεμικό ναυτικό με αντίστοιχης με τα γαλλικά ποιότητας πολεμικά πλοία.

Εν τέλει, το τρίτο ζήτημα είναι, κατά τη γνώμη μου, το πιο ενδιαφέρον. Και είναι το πιο ενδιαφέρον, διότι η ρήτρα αμυντικής συνδρομής, όπως αυτή αποτυπώνεται στο άρθρο 2 της ελληνογαλλικής συμφωνίας, ενέχει εξ’ ορισμού μια συγκλονιστική ‘‘διαπλαστική δυναμική’’. Εφόσον, λοιπόν, υπάρχει ανάγκη για τη χρήση ένοπλης βίας και δη στο ενδεχόμενο που από κοινού διαπιστωθεί ότι ένα από τα δύο κράτη (είτε η Ελλάδα, είτε η Γαλλία) δέχεται ένοπλη επίθεση εντός της επικράτειας του, τότε, σύμφωνα με το άρθρο 51 του Χάρτη του ΟΗΕ, το ένα κράτος θα συνδράμει στρατιωτικά το (άλλο) πληττόμενο από την επίθεση κράτος.

Η συγκεκριμένη ρήτρα έχει βεβαίως ως ‘‘γενετικό καλούπι’’ το άρ. 42§7 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΕΕ), δηλαδή τη συλλογική ρήτρα αμυντικής συνδρομής της ΕΕ, αλλά και το άρθρο 5 του Καταστατικού του ΝΑΤΟ, καθώς η γραμματική διατύπωση αλλά και το εννοιολογικό της φορτίο ομοιάζει με το ‘‘γράμμα’’ και ‘‘πνεύμα’’ των αντίστοιχων διατάξεων της ΣΕΕ και του Καταστατικού του ΝΑΤΟ. Μάλιστα, καθώς το άρθρο 5 του Καταστατικού του ΝΑΤΟ (ρήτρα αμυντικής συνδρομής) δεν εφαρμόζεται σε περίπτωση που λάβει χώρα επίθεση από μέλος του ΝΑΤΟ εναντίον άλλου μέλους του ΝΑΤΟ, το άρθρο 2 της ελληνο-γαλλικής συμφωνίας λειτουργεί ουσιωδώς επωφελέστερα για την Ελλάδα απ’ ό,τι το άρθρο 5 του Καταστατικού του ΝΑΤΟ. Σε σχέση δε με το άρθρο 42§7 της ΣΕΕ, η ρήτρα της αλληλέγγυας αμυντικής υποστήριξης Ελλάδας-Γαλλίας, ως εμπεριεχόμενη σε διμερή διεθνή συμφωνία, σαφώς και λειτουργεί παράλληλα και συνυποστηρικτικά με τη  συλλογική ρήτρα αμυντικής συνδρομής της ΕΕ.

Ωστόσο, στη συγκεκριμένη ρήτρα αμυντικής συνδρομής μεταξύ Ελλάδας-Γαλλίας, αυτό που με ‘‘κεντρίζει’’, ως Νομικό, είναι το γεγονός ότι η στρατιωτική βοήθεια θα παρέχεται στην περίπτωση που ένα από τα συμβαλλόμενα κράτη δεχθεί ‘‘ένοπλη επίθεση εντός της επικράτειας του’’. Η συγκεκριμένη διατύπωση έχει απόλυτη σημασία και θα προσπαθήσω να εξηγήσω το ‘‘γιατί’’:

Καταρχάς, με τον όρο ‘‘επικράτεια’’ νομικά αποδίδουμε τη χερσαία περιοχή μαζί με τις λίμνες, τους ποταμούς και τα νησιά ενός πολιτειακά συντεταγμένου,  διεθνώς αναγνωρισμένου και γεωγραφικά προσδιορισμένου κράτους, το τμήμα της θάλασσας που περιβάλλει τη χερσαία περιοχή του και καλείται αιγιαλίτιδα ζώνη ή χωρικά ύδατα, στα οποία περιλαμβάνεται και η υφαλοκρηπίδα αλλά και τα αντίστοιχα προς τη χερσαία και θαλάσσια περιοχή τμήματα του υπεδάφους και του υπερκείμενου εναέριου χώρου.

Κατά δεύτερον, κρίνω άκρως απαραίτητο να υπενθυμιστεί ότι οι θαλάσσιες ζώνες της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ  είναι ζώνες στις οποίες το παράκτιο κράτος ασκεί κυριαρχικά δικαιώματα και δικαιοδοσίες που ορίζονται από το Διεθνές Δίκαιο και όχι εθνική κυριαρχία. Η εθνική κυριαρχία ασκείται στην επικράτεια κάθε κράτους, είτε αυτή είναι ηπειρωτική είτε νησιωτική, στα χωρικά του ύδατα (αιγιαλίτιδα ζώνη) και στον εναέριο χώρο του.

Περαιτέρω, η υφαλοκρηπίδα υπάρχει αυτοδικαίως και εξ’ υπαρχής ( ipso facto et ab initio). Δεν απαιτείται μεν ανακήρυξή της με μονομερή πράξη του παράκτιου κράτους σύμφωνα με την εσωτερική έννομη τάξη του, αλλά απαιτείται, ωστόσο, οριοθέτησή της. Η ΑΟΖ, από την άλλη, σε αντίθεση με την υφαλοκρηπίδα, πρέπει να ανακηρυχθεί και βεβαίως όπως και η υφαλοκρηπίδα πρέπει και να οριοθετηθεί σε συμφωνία με τα αντικείμενα και παρακείμενα παράκτια κράτη.

Στην περίπτωση της Ελλάδας, τα χωρικά μας ύδατα, τα οποία ανήκουν, κατά τα παραπάνω, στην ‘‘επικράτεια’’ του ελληνικού κράτους, και συνεπώς επί των οποίων ασκούμε εθνική κυριαρχία, αν και στο Ιόνιο και μέχρι το ακρωτήριο Ταίναρο της Πελοποννήσου έχουν νομοθετηθεί στα 12 ναυτικά μίλια (ν.μ.), στο Αιγαίο και στην Ανατ. Μεσόγειο παραμένουν στα 6 ν.μ. Η δε Ελλάδα δεν έχει οριοθετήσει την υφαλοκρηπίδα της στην άνω ζωτική θαλάσσια περιοχή (Αιγαίο και Ανατ. Μεσόγειο) με την Τουρκία, όπως και δεν έχει ανακηρύξει και οριοθετήσει την ΑΟΖ της.

Έπειτα από τα παραπάνω, ανακύπτουν πρακτικά ερωτήματα: Αν, υποτιθέσθω, τουρκικό πολεμικό πλοίο επιτεθεί σε ελληνικό για παράδειγμα σε θαλάσσιο χώρο που βρίσκεται μεταξύ των 6 και 12 ν.μ. από τις ακτές της Κρήτης ή του Καστελόριζου, θα ενεργοποιηθεί η ρήτρα αμυντικής συνδρομής που υπογράψαμε στη συμφωνία μας με τη Γαλλία; Πολύ περισσότερο, αν η επίθεση αυτή λάβει χώρα εντός της θεωρητικής ελληνικής υφαλοκρηπίδας (η οποία κατά τα παραπάνω όταν είναι οριοθετημένη, ανήκει στην επικράτεια ενός κράτους), που ωστόσο δεν την έχουμε οριοθετήσει ακόμη, θα δικαιούται η Γαλλία, βάσει της συμφωνίας μας, να επέμβει (υπέρ μας) επιχειρησιακά; Και αν η Ελλάδα, παραγνωρίζοντας το παράνομο και έωλο ‘‘casus belli’’ των Τούρκων, επεκτείνει, όπως δικαιούται με βάση το Δίκαιο της Θάλασσας, από 6 σε 12 ν.μ. τα χωρικά της ύδατα σε Αιγαίο και Ανατ. Μεσόγειο, και υπάρξει συμπλοκή μεταξύ ελληνικών και τουρκικών ναυτικών δυνάμεων πέραν των 6 ν.μ. από κάποιο ελληνικό νησί, θα σπεύσουν οι Γάλλοι προς παροχή πολεμικής αρωγής στη χώρα μας;

Κατά τη γνώμη μου, λοιπόν, το άρθρο 2 της κατά τα άλλα ιστορικής ελληνογαλλικής συμφωνίας χρήζει μιας  ‘‘déclaration d interprétation’’ (ερμηνευτικής δήλωσης), όπως θα έλεγαν και οι φίλοι μας, οι Γάλλοι. Το άκρως σημαντικό, ωστόσο, θα έλεγα το ‘‘μελλοντικά καταλυτικό’’, παραμένει το γεγονός ότι η Ελλάδα αποκτά πλέον ικανότητες διεξαγωγής του λεγόμενου ‘‘δικτυοκεντρικού πολέμου’’, καθώς οι φρεγάτες ‘‘Belharra’’, οι οποίες ως ό,τι πιο εξελιγμένο σε πολεμικό πλοίο στον Κόσμο, μπορούν να ελέγχουν γεωγραφικό χώρο 500 χλμ. (!), είναι συμβατές με την τεχνολογία των αεροσκαφών ‘‘Rafale’’, γεγονός που όχι μόνο θωρακίζει καλύτερα την άμυνα μας αλλά προκαλεί… ‘‘φοβικό ιδρώτα’’ και στον αντίπαλο.

Κλείνοντας, θέλω να θυμηθούμε όλοι μας ένα διδακτικό απόσπασμα από τον λόγο του Προέδρου Μακρόν στην Πνύκα, τον Σεπτέμβριο του 2017. Τότε ο Γάλλος ηγέτης είχε τονίσει εμφατικά: ‘‘Θέλω να διαλέξουμε τους τρόπους που θα οικοδομήσουμε το μέλλον. Η εθνική κυριαρχία δεν θα πρέπει να είναι μόνο όργανο στα χέρια αυτών που θέλουν να πολεμήσουν την Ευρώπη. Η πραγματική εθνική κυριαρχία πρέπει να οικοδομηθεί μέσα στην Ευρώπη. Που μας επιτρέπει να ενώσουμε τις δυνάμεις μας….. Είναι δυνατόν να προστατευτεί ένα κράτος μόνο του; Η σωστή κλίμακα για να προστατευτούμε είναι η Ευρώπη…. Ο κόσμος χρειάζεται την Ευρώπη. Το να σχεδιάσουμε το τέλος της θα ήταν αυτοκτονία. Θα πρέπει να βρούμε τη δύναμη να επανεκκινήσουμε την Ευρώπη’’. Υπ’ αυτό το πνεύμα , συνεπώς, αν είχα μπροστά μου τον Γάλλο Πρόεδρο, θα του έλεγα δυνατά: ‘‘Monsieur Le President, nous comptons sur l’ engagement de la France à la Méditerranée orientale’’ (Κύριε Πρόεδρε, υπολογίζουμε στην ανάμιξη της Γαλλίας στην Ανατολική Μεσόγειο.)

 

* Ο Χρήστος Γκουγκουρέλας είναι Δικηγόρος, LLM in International Commercial Law, LLM in European Law, Cer. LSE in Business, International Relations and the political science