“Εκλογικές τάσεις” ΣΥΡΙΖΑ: Στις 12 μονάδες η διαφορά με τη Ν.Δ

283

Κυκλοφόρησαν οι εξαμηνιαίες εκλογικές τάσεις που δημοσιεύει το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς του ΣΥΡΙΖΑ για το διάστημα Απρίλιος – Ιούλιος 2021  με τα δημοσκοπικά ευρήματα σε ό,τι αφορά τη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ να εμφανίζουν εδραίωση της διαφοράς του κυβερνώντος κόμματος από την αξιωματική αντιπολίτευση, σταθερή πρωτιά του Κ. Μητσοτάκη στην καταλληλότητα για Πρωθυπουργία με παράλληλη μείωση της ικανοποίησης από την Κυβέρνηση και βελτίωση των ποσοστών θετικής γνώμης που συγκεντρώνει ο Αλέξης Τσίπρας.

Βάσει της τρέχουσας έκδοσης των “εκλογικών Τάσεων”:

Στην πρόθεση ψήφου, η Ν.Δ συγκεντρώνει 34,4% έναντι 22, 3 του ΣΥΡΙΖΑ με τη διαφορά να βρίσκεται στις 12,1 μονάδες. Αμφότερα τα κόμματα βελτίωσαν τα ποσοστά τους. Η Ν.Δ στην προηγούμενη έκδοση του Απριλίου συγκέντρωσε ποσοστό 32,9% και ο ΣΥΡΙΖΑ 21%).

Η θετική γνώμη των Πολιτών για τον Κ. Μητσοτάκη είναι στο 47,7% ενώ για τον Αλέξη Τσίπρα στο 30,5%. ( Από 46,4 και 28,5 αντίστοιχα, τον περασμένο Απρίλιο).

Σταθερή πρωτιά Μητσοτάκη στην καταλληλότητα για πρωθυπουργία με 30,9% και τον Α. Τσίπρα να ακολουθεί με 27,2% βελτιώνοντας το ποσοστό του. ( Τον Απρίλιο ο Κ. Μητσοτάκης συγκέντρωνε 43,6% και ο Αλέξης Τσίπρας 21,8%)

Στα συμπεράσματα της έρευνας όπως την επεξεργάστηκε για το εξάμηνο Απρίλιος- Ιούλιος 2021 το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς ( Δανάη Κολτσίδα και Κώστας Πουλάκης), επισημαίνεται μεταξύ άλλων πως:

*Το “αντι-ΣΥΡΙΖΑ” μέτωπο που είχε διαμορφωθεί την προηγούμενη περίοδο και είχε στοιχίσει στον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ τις εκλογές του 2019, έχει αρχίσει να υποχωρεί. Αυτό έχει επισημανθεί ήδη από τις Εκλογικές Τάσεις #6 (Δεκέμβριος 2020) μετά τον εορτασμό της επετείου του Πολυτεχνείου και είναι ιδιαίτερα σαφές στις δύο ερωτήσεις που περιλαμβάνονται στην εξαμηνιαία έρευνα “Τάσεις” της MRB, “ποιο κόμμα θα θέλατε να κερδίσει έστω και με μια ψήφο διαφορά” και “ποιο κόμμα θα σας ενοχλούσε αν κερδίσει έστω και με μια ψήφο διαφορά”. Από τα ευρήματα αυτά προκύπτει ότι όχι μόνο υποχωρεί σταθερά το αντι-ΣΥΡΙΖΑ κλίμα, αλλά δημιουργείται σταδιακά ένα αντικυβερνητικό κλίμα.

*Σε ό,τι αφορά στην καταγραφή των συναισθημάτων των πολιτών, το 70% έχει αρνητικά συναισθήματα, με την οργή (45,3%) να ισοδυναμεί σχεδόν με τον φόβο (45,1%). Το πώς θα επιδράσει τελικά η δυναμική αυτών των δύο πολιτικά αντίρροπων ως προς τα αποτελέσματά τους συναισθημάτων (η οργή ευνοεί την ανατροπή και ο φόβος τη διατήρηση του status quo) είναι ένα μεγάλο ερώτημα.

*Η συνεχόμενη μείωση της ικανοποίησης από την κυβέρνηση, και μάλιστα πλέον σε όλους σχεδόν τους τομείς κυβερνητικής πολιτικής, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων. Ιδιαίτερη σημασία εδώ διαδραματίζει το ζήτημα της εγκληματικότητας και της ασφάλειας: η Νέα Δημοκρατία επένδυσε σημαντικό πολιτικό κεφάλαιο σε συμβολικό επίπεδο (λ.χ. νόμος για τις διαδηλώσεις, Πανεπιστημιακή Αστυνομία, αλλά και καταστολή κατά τη διάρκεια του λοκντάουν, στάση στο μεταναστευτικό/προσφυγικό κ.λπ.), αλλά με πενιχρά αποτελέσματα στο πεδίο της πραγματικής εγκληματικότητας, που ανησυχεί την κοινωνία και έχει, όπως όλα δείχνουν, άλλες αιτίες και άλλες εστίες πολύ μακριά από τα Πανεπιστήμια, τα Εξάρχεια ή άλλες πηγές που στοχοποιήθηκαν το προηγούμενο διάστημα. Πρόκειται για ένα σημαντικό “προπύργιο” της Νέας Δημοκρατίας, όπου τα πλήγματα που υφίσταται η κυβερνητική εικόνα διαρρηγνύουν τις σχέσεις της με ένα σημαντικό γι’ αυτή ακροατήριο.

*Η εμφανής μεταβολή στο δείκτη του καταλληλότερου πρωθυπουργού, που είχε ως αποτέλεσμα τη σημαντική μείωση της διαφοράς μεταξύ Κ. Μητσοτάκη και Αλ. Τσίπρα, γεγονός με ιδιαίτερη σημασία, καθώς ο δείκτης αυτός παραδοσιακά ευνοεί το κόμμα που βρίσκεται στην κυβέρνηση – πολύ περισσότερο σε συνθήκες πανδημίας και κρίσης. Με την πάροδο του χρόνου, ο μεν Κυριάκος Μητσοτάκης θα “πληρώνει” τα λάθη, τις παραλείψεις, τις αρρυθμίες, αλλά και τις πολιτικές επιλογές της κυβέρνησής του και θα χάνει πολιτικό κεφάλαιο, ο δε Αλέξης Τσίπρας κεφαλαιοποιεί την πολύ καλή προσπάθεια του ίδιου και του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ να ανανεώσει τον προγραμματικό του λόγο και να παρέμβει σε κρίσιμα κοινωνικά ζητήματα της συγκυρίας.

*Τουλάχιστον δημοσκοπικά, η κυβέρνηση έχει χάσει το 14% της εκλογικής της δύναμης, δηλαδή τον ένα στους επτά ψηφοφόρους της, όπως αυτό μπορεί να ερμηνευτεί σε συνάρτηση με τα παραπάνω. Εξάλλου, σημασία δεν έχει μόνο πόσος χρόνος έχει διανυθεί, αλλά και πόσος απομένει, καθώς η πανδημία και οι εξελίξεις περιορίζουν τις δυνατότητες τακτικών ελιγμών και ο πολιτικός χρόνος είναι, λόγω συνθηκών, ιδιαίτερα πυκνός.

*Ολόκληρη η έρευνα : Εκλογικές Τάσεις #8 – Ιούλιος 2021 – Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς (poulantzas.gr)

capital.gr