Η Ελλάδα 200 χρόνια μετά την Επανάσταση – Τα διλήμματα και η εθνική προοπτική

282

Του Χρήστου Γκουγκουρέλα,

Τούτη την ιστορική μέρα, με τη συμπλήρωση 200 χρόνων από την κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης, όντας γεμάτοι εθνική υπερηφάνεια, μας δίδεται μια κυριολεκτικά μοναδική ευκαιρία να επισκοπήσουμε τον Ελληνισμό, ειδικά στους δύο αυτούς αιώνες, να αξιολογήσουμε το παρόν του αλλά και να οραματιστούμε το μέλλον του, δηλαδή τη θέση και την επιρροή του στην κοσμική πραγματικότητα που κοντοζυγώνει.

Κοιτάζοντας αρχικά προς τα πίσω, είναι μάλλον ιστορικά στέρεη η διαπίστωση ότι τον πρώτο αιώνα της ύπαρξης του το νεοπαγές τότε ελληνικό κρατίδιο επιχείρησε να προσλάβει μέσα από μια πολιτειακή συγκεντρωτική δομή διαστάσεις υπαρκτικές, προσπάθησε να επιβιώσει, να γίνει κράτος βεστφαλιανής λογικής και τυπολογίας και να χαράξει μέσα στον Χωρόχρονο της εποχής του το δικό του ιστορικό αποτύπωμα, γνωρίζοντας παράλληλα και χωρικές μεγεθύνσεις, οι οποίες εγκόλπωναν μέρη και πληθυσμούς που παραδοσιακά, σε ιστορικά βάθη, κυριαρχούνταν από το ελληνικό στοιχείο.

Η απαρχή δε του δεύτερου αιώνα ζωής του νεοελληνικού κρατικού μορφώματος σηματοδοτήθηκε, αναντίρρητα, από τη Μικρασιατική Καταστροφή, μετά την οποία επήλθε μια άνευ ιστορικού προηγουμένου συρρίκνωση του Ελληνισμού, που είχε ως  επαγωγικό αποτέλεσμα την εσωστρέφεια και τον ‘‘έσω των συνόρων’’ εθνικό ενδοσκοπισμό. Μάλιστα, η ήττα μας στη Μικρά Ασία οδήγησε στην κατάλυση κάθε ανθρωπογεωγραφικής λογικής. Με τους διωγμούς και την ανταλλαγή των πληθυσμών, αναιρέθηκαν εμφορούμενες από αυθεντική ελληνικότητα ανθρωπογεωγραφικές δομές με ρίζες χιλιετηρίδων. Έτσι, από εκεί και πέρα, και ιδίως μετά τη Συνθήκη της Λωζάνης, στον δεύτερο αιώνα της ζωής του ελληνικού κράτους, πρυτανεύουσα έννοια της συλλογικής μας πορείας κατέστη η ‘‘εδαφοκρατία’’, ως απόρροια του γεγονότος ότι η Ελλάδα άφησε πίσω της τους μεγαλοϊδεατισμούς και προσαρμόστηκε απότομα στη βαλκανική πραγματικότητα.

Το θεμελιώδες, ωστόσο, ερώτημα σήμερα, 200 χρόνια μετά την Επανάσταση, αφορά τα εθνικά και ιστορικά ‘‘επέκεινα’’. Τι βρίσκει, λοιπόν, μπροστά της η Ελλάδα μετά δύο αιώνες πολυκύμαντου ιστορικο-κρατικού βίου και εθνικών περιδινήσεων; Κατά τη γνώμη μου, βρίσκει μια σταθερά, τρία διλήμματα και μια μεγαλειώδη προοπτική.

Το σταθερό μας πλαίσιο είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση, που στην πράξη αποτελεί για εμάς τη ‘‘θεσμική συγκόλληση’’ του Ελληνισμού με τον Ευρωπαϊσμό. Μπορεί, συνεπώς, η 40χρονη συνύπαρξη στο συγκεκριμένο πλαίσιο να μην ήταν, πάντα, ιστορικά και πολιτικά ‘‘ευθύγραμμη’’, η πορεία της χώρας όμως, ως μέλος του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, θεωρείται αδιαπραγμάτευτη στον βαθμό που δεν αμφισβητείται ότι η Ευρώπη είναι για εμάς και πάγιο πεδίο έκφρασης αλλά και ο σταθερός γεωπολιτικός προσανατολισμός μας.

Μάλιστα, μέσα από την κοινή ευρωπαϊκή συλλειτουργία, ήδη έχει προκύψει μια μεγάλη ευκαιρία ως ‘‘παρενέργεια’’ της τρέχουσας κρίσης. Καθώς στην Ευρώπη σχεδιάζεται το κοινό οικονομικό, γενικό προφίλ όλων των χωρών, με βάθρο τον κοινό στρατηγικό οραματισμό, η ‘‘πράσινη’’ ανάπτυξη και η ψηφιακή μεταρρύθμιση είναι τα προτάγματα που μπορούν να οδηγήσουν σε ‘‘μετάλλαξη’’ και τη μέχρι τώρα ελλαδική πραγματικότητα. Αν, επομένως, αξιοποιηθεί η ευρωπαϊκή χρηματοδότηση και δεν αποδειχθεί, κατά το μεταπολιτευτικό πολιτικό πρότυπο, πηγή ενίσχυσης της γνωστής ελληνικής προσοδοθηρίας, η χώρα, που μέσα στο διάβα του ιστορικού χρόνου δεν γνώρισε τη Βιομηχανική Επανάσταση και όλη την τεχνολογική πρόοδο της ευρωπαϊκής νεωτερικότητας, μπορεί να εισέλθει στις επόμενες δεκαετίες στο επίκεντρο των μεγαλειωδών τεχνολογικών και οικονομικών εξελίξεων που ήδη μεταμορφώνουν ολόκληρο το διεθνές τοπίο και παγκόσμιο σύστημα, υποστηρίζοντας την έρευνα και την καινοτομία και αφομοιώνοντας τα επιτεύγματα της ‘‘Industry 4.0’’.

Στο πεδίο των κρίσιμων διλημμάτων, καταρχάς, η σχέση της χώρας με τις ΗΠΑ και την Κίνα θα δημιουργήσει συνθήκες οριακής πίεσης στο θέμα της γεωπολιτικής συμπεριφοράς μας, όσο ο νεοφυής διπολισμός θα κλιμακώνεται και θα διχάζει. Προς το παρόν, η επιλογή μας είναι λογικά προφανής με δεδομένο ότι οι αμυντικές ικανότητες της χώρας εξαρτώνται από τη σχέση της με τη Δύση και το γεγονός ότι το ΝΑΤΟ συνιστά πολλαπλασιαστή της διπλωματικής μας ισχύος. Η ταχεία, όμως, άνοδος και γεωοικονομική επεκτατικότητα της Κίνας, συνδυαστικά με το γεγονός ότι η δική μας χώρα φαίνεται ως ‘‘κρίκος παραγοντικής διεισδυτικότητας’’ για τον διάσημο πια κινέζικο ‘‘Δρόμο του Μεταξιού’’, θα αποτελέσει πηγή σοβαρού προβληματισμού για εμάς στο μέλλον.

Η στάση της χώρας, πάντως, μάλλον ορθολογικό είναι να ειπωθεί ότι θα εξαρτηθεί, συμβαδίζουσα με την πολιτική λογική ‘‘a maiore ad minus’’, από τη γενική ευρωπαϊκή στάση στο κολοσσιαίο τούτο οικουμενικό ζήτημα. Ωστόσο, κρίσιμο ρόλο στην ενδυνάμωση του ‘‘γεωπολιτικού δυναμικού’’ μας θα παίξει η δική μας στρατηγική κινητικότητα. Η Ελλάδα, ορθά σκεπτόμενη, ήδη συμμετέχει σε συμμαχικές δομές και προάγει διακρατικές συνέργειες και γι’ αυτό απολύτως καθοριστικής σημασίας για το μέλλον της θα καταστεί η προσπάθειά της να μετουσιωθεί σε κόμβο ενεργειακών διαδικτυώσεων και σε πυλώνα ενεργειακής ασφάλειας στον ευρύτερο περιφερειακό συσχετισμό των διαδιεθνικών δυνάμεων, προσβλέποντας και επενδύοντας ιδιαιτέρως στις ανανεώσιμες και εναλλακτικές ενεργειακές πηγές.

Ο δεύτερος ‘‘διλημματογόνος καμβάς’’ είναι οι ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η Τουρκία είναι μια επιθετική περιφερειακή δύναμη που έχει ως πυλώνες της δικής της εθνικής συλλογιστικής τον νεοθωμανικό αναθεωρητισμό, το δόγμα του ‘‘Misak i Milli’’ και τη γεωστρατηγική φιλοδοξία της ‘‘Γαλάζιας Πατρίδας’’ που προσομοιάζει με τη γνωστή θεωρία του ‘‘Lebensraum’’. H σμίλευση, επομένως, της εθνικής μας γραμμής απέναντί της είναι μια εξαιρετικά δύσκολη νοητική εξίσωση.

Όπως ήδη έχω γράψει και παλαιότερα, φρονώ ότι η Ελλάδα, ως προς τη δική της στρατηγική απέναντι στην Τουρκία, έχει δύο βασικές επιλογές: Είτε, στο πλαίσιο μιας αφαιρετικά ολοκληρωτικής προσέγγισης και στερεοτυπικά συμπαγούς και ‘‘σκληρής’’ εθνικής γραμμής, θα διεκδικεί, υπό το γράμμα της κανονιστικής νόρμας του διεθνούς δικαίου, την πλήρη εφαρμογή των εθνικών μας αξιώσεων, κρατώντας ασφαλώς σε τούτη την περίπτωση ζωντανό τον ‘‘ομφάλιο πολιτικό και πολιτιστικό λώρο’’ με αυτό που καλείται ‘‘Δυτικός Κόσμος’’, είτε στο πλαίσιο μιας σχετικοποιημένης και επιλεκτικά δομημένης προσέγγισης και άρα πιο ευέλικτης εθνικής γραμμής, θα κινηθεί, κατά τη λογική του χρησιμοθηρικού ρεαλισμού, όσον αφορά τους ενεργειακούς πόρους της Ανατ. Μεσογείου, σε μια πιο συμβιβαστική πλατφόρμα σχέσεων με την Τουρκία. Σε αυτό, το δεύτερο ενδεχόμενο, οι ζώνες άσκησης των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων εμβαδομετρικά θα διαφοροποιηθούν και γεωγραφικά θα προσαρμοστούν προκειμένου να ολοκληρωθούν εκατέρωθεν λυσιτελή και πρακτικώς λειτουργικά αποτελέσματα.

‘‘Κόκκινη γραμμή’’, πάντως, στην πολιτική της χώρας απέναντι στους Τούρκους θα συνεχίσει να είναι η διαφύλαξη της εθνικής και γεωγραφικής της ακεραιότητας, η εθνική αξιοπρέπεια και δια της αποφυγής της ‘‘εθνικής μιθριδατοποίησης’’ η απαλοιφή του όποιου ενδοτισμού στις ελληνοτουρκικές σχέσεις ενώ εργαλείο πολιτικής και εννοιολογικής ‘‘αποδελτιοποίησης’’ των εκάστοτε μηνυμάτων του γεωπολιτικού σκηνικού θα μπορούσε να είναι ένα ‘‘Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας’’ που θα  μετουσιώνει το ‘‘γεωπολιτικό είναι και γίγνεσθαι’’ σε ‘‘εθνοκεντρικό πρέπει’’. Η δεύτερη άνω επιλογή, πάντως, προϋποθέτει ευρεία κοινωνική αποδοχή και ίσως οδηγήσει και σε ‘‘μετάπλαση’’ του εθνικού οράματος.

Το τρίτο κρίσιμο δίλημμα έχει να κάνει με τη στάση μας στο Μεταναστευτικό, το οποίο είναι εκ της φύσεως του περίπλοκο. Και τούτο, διότι το τεράστιο αυτό ζήτημα συνδέεται άμεσα με τη δριμεία και άκρως ανησυχητική επιδείνωση των κρίσιμων δεικτών του δημογραφικού (το οποίο εν πολλοίς αποτελεί τη σοβαρότερη τροχοπέδη της χώρας και του μέλλοντος της) αλλά και με το συνταξιοδοτικό και θα θέτει από εδώ και εμπρός όλο και πιο έντονα εκείνες τις ορίζουσες που τελικά σχηματοποιούν το κοινωνικό μίγμα, τις κοινωνικές διελκυστίνδες και τις διαγενεακές ισορροπίες. Το συγκεκριμένο βέβαια δίλημμα,  από ό,τι φαίνεται, θα αντιμετωπίσουν όλες οι δυτικές κοινωνίες στο προσεχές μέλλον.

Εν προκειμένω, η Ελλάδα θα κληθεί να επιλέξει είτε να αποκλείσει, στο μέτρο του εφικτού, τα ‘‘μεταναστευτικά κύματα’’ με αποτέλεσμα, καταρχάς, τη δημογραφική και κατά συνέπεια την οικονομική συρρίκνωση και γεωπολιτική απίσχνασή της, είτε να αποδεχθεί συγκεκριμένο όγκο μεταναστευτικών ροών που από τη μια θα τονώσουν μεν τον πληθυσμιακό κορμό της αλλά ίσως επιφέρουν, από την άλλη, εσωτερικές τριβές και παγιώσουν πυρήνες κοινωνικής αποσταθεροποίησης. Η δεύτερη πάντως επιλογή, μορφοποιημένη σε ένα μοντέλο επιλεκτικτότητας ως προς τις ανθρώπινες εισροές στη χώρα, ίσως απαιτήσει ακόμη και εθνικό αναστοχασμό επί της έννοιας της εθνικής ταυτότητας, η οποία υπό τούτη την ιστορικο-πολιτική επιλογή θα ρέπει προς την ευελιξία και την πολυσυλλεκτικότητα.

Η απάντηση, λοιπόν, στα παραπάνω κομβικά διλήμματα φρονώ ότι πρέπει να καθοδηγηθεί από τη μεγαλειώδη εθνική προοπτική που ανοίγεται μπροστά μας. Σ’ αυτήν την προοπτική, ‘‘υφάντρες’’ του εθνικού πεπρωμένου μπορεί να είναι η θάλασσα και η δικτύωση. Κατά την προσωπική μου άποψη, η στροφή προς τη θάλασσα, την προαιώνια μήτρα του Ελληνισμού, σε συνδυασμό με την ουσιαστικότερη γεωπολιτική και στρατηγική συμπόρευση μας με την Κύπρο, είναι οι οδοδείκτες του συλλογικού μας μέλλοντος. Και τούτο διότι η Κύπρος δεν συνιστά αναγκαίο και κληρονομούμενο ‘‘εκ συγγένειας’’ ‘‘βαρίδι’’ αλλά είναι και σημαντικός γεωγραφικός πόλος στο πατρογονικό δίκτυο του Ελληνισμού στην Ανατ. Μεσόγειο και, ταυτόχρονα, ‘‘conditio sine qua non’’ για την ισχυρή παρουσία του Ελληνισμού στη Θάλασσα, εκεί δηλαδή που θα παιχθεί το παγκόσμιο παιχνίδι, όλα τα γεωοικονομικά εγχειρήματα οικουμενικής εμβέλειας και θα κριθούν οι μάχες υπεροχής τον τρέχοντα αιώνα.

Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, που ο μεγαλοφυής Ελύτης υποστήριξε κάποτε πως ‘‘αν αποσυνθέσεις την Ελλάδα, σου απομένουν μια ελιά, ένα αμπέλι και ένα καράβι’’, όπως δεν είναι τυχαίο ότι εκεί, στη θάλασσα, μετά τη ναυμαχία του Ναυαρίνου, κρίθηκε σε καθοριστικό βαθμό πριν δυο αιώνες η ίδια η Επανάσταση. Με τη θάλασσα, λοιπόν, εξακτινώνεται αποτελεσματικά η ελληνική ισχύς και ο Ελληνισμός καθίσταται διαδραστικός παίκτης στα παγκόσμια δρώμενα. Με αυτήν τη θάλασσα δε σχετίζονται ουσιωδώς οι δυο ατόφιες και παντοδύναμες πηγές της ελληνικής μεγαλοσύνης: Όσον αφορά τη σταθερή πραγματικότητα, πάνω σ’ αυτήν βρίσκονται τα νησιά μας που είναι η ευλογία του Ελληνισμού και το συγκριτικό του πλεονέκτημα για το άλμα προς το μέλλον αν αναλογιστεί κανείς ότι αυτά είναι πρακτικά που μεγεθύνουν νομικά και χωρικά τον ορίζοντα του ελληνικού δικαιωματισμού. Όσον δε αφορά την κινητική πραγματικότητα, πάνω στη θάλασσα πλέει ο μεγαλύτερος εμπορικός στόλος στον Κόσμο, ο ελληνικός. Τα σύγχρονα ‘‘ξύλινα τείχη’’ για την Ελλάδα είναι η πλοιοκτησία της, ο ρόλος αυτής και η παγκόσμια σημασία και δυναμική της.

Από την άλλη, από τα στενά όρια του νοηματοδοτούμενου κυρίως από την περιορισμένη ελλαδική γεωγραφικότητα του, ο Ελληνισμός πρέπει και μπορεί να περάσει στη λογική του ‘‘δικτυωτού’’ έθνους. Όλο το βάρος της εθνικής μας συνέχειας είναι συνετό να τοποθετηθεί στη σμίλευση της εθνικής στρατηγικής για τη σταδιακή και με νουνεχή ενεργητισμό μετατροπή της Ελλάδας από μια μικρή στα σύνορα της Δύσης κρατική οντότητα στον σημαντικότερο κόμβο του δικτύου ολάκερου του Ελληνισμού, ενός δικτύου που θα συνιστά τη ‘‘μήτρα’’ και το πεδίο απελευθέρωσης όλων των δημιουργικών μας δυνάμεων.

Είναι τούτη η ώρα, λοιπόν, που από την εσωστρεφή Ελλάδα που διακατέχεται από την κουλτούρα του κρατικού πατερναλισμού και την κοινωνία των πελατειακών σχέσεων, μπορούμε να μεταβούμε στη δημιουργική και αναζωογονητική εξωστρέφεια. Υπ’ αυτόν τον πυλώνα της εθνικής προοπτικής, η Εκκλησία, η Διασπορά και η Ναυτιλία,  αυτές οι ‘‘γαλακτικές-γαλαξιακές δομές’’ όπως τις αποκαλεί ο Γεώργιος Πρεβελάκης, είναι ακριβώς αυτές οι δομές που καθιερώνουν και επιβάλλουν τον Ελληνισμό ως δίκτυο και δη δίκτυο επιρροής και που μετατρέπουν στην ουσία την πεπερασμένη ελλαδική εδαφικότητα σε πάλλουσα ‘‘Ελληνόσφαιρα’’, ανοικτή στον Κόσμο, στις προκλήσεις και στις εξελίξεις του. Ειδικά οι δύο πρώτες άνω δομές, συνεπικουρία της ακτινοβολίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου, δύνανται να επιτρέψουν στο Ηροδότειο ‘‘όμαιμον, ομόγλωσσον και ομότροπον’’ να λειτουργεί πλέον με ορίζοντα διαπλανητικό.

‘‘Την Ρωμιοσύνη μην την κλαις’’, λοιπόν, όπως έγραψε και ο Γιάννης Ρίτσος. Αρκεί η επέτειος των 200 χρόνων της Επανάστασης, πέραν από την έξαψη του εθνοπατριωτικού συναισθηματισμού και τους πανηγυρικούς(;) εορτασμούς, να γίνει αφετηρία για προβληματισμούς, αμφισβητήσεις, αναθεωρήσεις και ανατροπές. ‘‘Είμαστε εδώ’’ 200 χρόνια ως κράτος και χιλιετίες ως εθνικό continuum. Και ‘‘θα είμαστε ξανά εδώ’’ στο μέλλον, διότι αποδείξαμε ότι έχουμε ταυτότητα με απύθμενο ιστορικό βάθος, πολιτισμικό πλούτο, σπανίζουσα χρονική ανθεκτικότητα και αγαστή προσαρμοστικότητα στις απαιτήσεις των καιρών και τους οικουμενικούς βηματισμούς.

Αυτονόητο, ωστόσο, είναι ότι δίπλα στις άνω ‘‘υφάντρες’’ του εθνικού μας πεπρωμένου, η Ελληνική Παιδεία θα συνεχίσει να συνιστά το πρώτιστης σημασίας κριτήριο για τον καθορισμό του ίδιου του μέλλοντος μας. Αν η Παιδεία, λοιπόν, εκτός από την προσαρμογή στις σύγχρονες ανάγκες και στις προκλήσεις της μετανεωτερικότητας θα στοχεύει να είναι η κοινωνικο-πολιτική μεθοδολογία ενστάλαξης σε όλους τους Έλληνες του μεγαλείου που έχει το νοηματικό φορτίο ολάκερου του Ελληνισμού, τότε πραγματικά δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτε και κανέναν.

Αρκεί, απλά, ο καθένας που θα ‘‘μορφώνεται ελληνικά’’, να συναισθάνεται, ως το νόημα της εθνικής συνείδησης, τα λόγια του μεγάλου και αγνού πατριώτη Μακρυγιάννη, που ο Γιώργος Σεφέρης αναδεικνύει στο δοκίμιό του ‘‘Ένας Έλληνας – ο Μακρυγιάννης’’: ‘‘Είχα δυο αγάλματα περίφημα, μια γυναίκα κι ένα βασιλόπουλο, ατόφια – φαίνονταν οι φλέβες, τόση εντέλεια είχαν. Όταν χάλασαν τον Πόρο, τα ‘χαν πάρει κάτι στρατιώτες και στ’ Άργος θα τα πουλούσαν κάτι Ευρωπαίων, χίλια τάλαρα γύρευαν…Πήρα τους στρατιώτες, τους μίλησα: Αυτά, και δέκα χιλιάδες τάλαρα να σας δώσουνε, να μην καταδεχθείτε να βγουν από την πατρίδα μας. Γι’ αυτά πολεμήσαμε’’.

 

ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΟΥΓΚΟΥΡΕΛΑΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ, LLM IN INTERNATIONAL COMMERCIAL LAW, LLM IN EUROPEAN LAW

Cer. LSE in Business, International Relations and the political science