Για τις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ

262

Του Σίμου Ανδρονίδη*

Η  εκλογική επικράτηση του υποψήφιου του Δημοκρατικού κόμματος, Τζο Μπάιντεν, στις Αμερικάνικες προεδρικές εκλογές, ανακοινώθηκε και επίσημα τις προηγούμενες ημέρες, με τον Δημοκρατικό υποψήφιο, μετά από την καταμέτρηση των επιστολικών ψήφων, να κατακτά την νίκη σε πολιτείες-κλειδιά, νίκη που συνέβαλλε στο να αποκτήσει και να υπερβεί τον απαιτούμενο αριθμό των 270 εκλεκτόρων που απαιτούνται για την εκλογή του.

Με αυτόν τον τρόπο, επήλθε μία εμπρόθετη αντιστροφή της τάσης που παρατηρήθηκε στις προεδρικές εκλογές του 2016, και ισοδυναμούσε με την επικράτηση του τότε υποψήφιου των Ρεπουμπλικανών Ντόναλντ Τραμπ σε κρίσιμες πολιτείες (όσον αφορά τον αριθμό των εκλεκτόρων που δίνουν), που συν-διαμορφώνουν το τελικό εκλογικό αποτέλεσμα, παρά το ό,τι συνολικά έλαβε λιγότερες ψήφους από την τότε υποψήφια του Δημοκρατικού κόμματος, Χίλαρι Κλίντον. Στις φετινές προεδρικές εκλογές, υπήρξε μία εναρμόνιση της ευρύτερης λαϊκής ψήφου με την ειδικότερη επικράτηση Μπάιντεν σε πολιτείες-κλειδιά.

Με άλλα λόγια ειπωμένο, ο πρώην αντιπρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής (2008-2016), και έλαβε περισσότερες ψήφους και επικράτησε σε κρίσιμες πολιτείες (Πενσιλβάνια), τείνοντας προς την συγκρότηση μίας διευρυμένης κοινωνικής συμμαχίας που εν προκειμένω, λειτούργησε προωθητικά για την υποψηφιότητα του. Σε αυτό το πλαίσιο, στρεφόμαστε στην ανάλυση των Flanagan και Dalton, και πιο συγκεκριμένα στις έννοιες  της «ανασυσπείρωσης» (realignment) και της «αποευθυγράμμισης» (dealignment),[1] που κομίζουν στην εκλογική έρευνα και ανάλυση, σημειώνοντας πως, η πρώτη έννοια, ήτοι η έννοια της «ανασυσπείρωσης» παρήχθη κοινωνικά και πολιτικά, μέσω της έκφρασης υποστήριξης στον υποψήφιο του Δημοκρατικού κόμματος, και προσέλαβε συγκεκριμένα κοινωνικά, φυλετικά, έμφυλα και μορφωτικά χαρακτηριστικά, τροφοδοτούμενη από μία σειρά έντονων διαιρέσεων που προκάλεσε η τετραετής θητεία του Ντόναλντ Τραμπ.

Η κοινωνική και πολιτική «ανασυσπείρωση», εν σχέσεις προς το ίδιο πολιτικό γίγνεσθαι διαμορφώνει συνθήκες πολιτικής εγγύτητας και περαιτέρω ταύτισης με το κόμμα και περαιτέρω, με τον υποψήφιο που καλείται να προσδώσει περιεχόμενο στο ‘γιατί’ της υποψηφιότητας του. Προχωρώντας περαιτέρω, με βάση την θεωρητική αντίληψη περί «ανασυσπείρωσης», κάνουμε λόγο για την συγκρότηση ενός ‘αντι-Τραμπ’ μετώπου που δεν επεδίωξε την εκτόνωση, αλλά αντιθέτως, την ήττα του Ντόναλντ Τραμπ ως προέδρου και ‘ενσαρκωτή’ πολιτικοϊδεολογικών θέσεων, στάσεων και αντιλήψεων, μέτωπο που αρκούσε για την εκλογική επικράτηση Μπάιντεν.[2]

Και σε αυτό το σημείο, η όλη κοινωνική-πολιτική συνθήκη καθίσταται ιδιαίτερη, κάτι που σημαίνει πως ναι μεν η συγκρότηση αυτού του ‘αντι-Τραμπ’ μετώπου ήταν αρκετή για την νίκη, εάν κρίνουμε από το αποτέλεσμα, δεν απέκτησε όμως τα χαρακτηριστικά ενός κοινωνικού και πολιτικού ρεύματος που θα προσέδιδε στη νίκη Μπάιντεν τον αέρα μίας ιστορικής νίκης και θα εδύνατο να συνδυασθεί, για παράδειγμα, με την επικράτηση των Δημοκρατικών στις εκλογές για το Κογκρέσο.

Κάτι που δύναται να αποδώσουμε, αφενός μεν στη σταδιακή έλλειψη επεξεργασιών[3] για διάφορα θέματα που άπτονται της τρέχουσας κοινωνικοπολιτικής κατάστασης στις ΗΠΑ, και, αφετέρου δε, η παρουσία ενός προέδρου και εκ νέου υποψήφιου που επένδυε διαρκώς στην εικόνα του και στο θεωρούμενο ως ‘άστρο’ του. Και ο πρόεδρος και εκ νέου υποψήφιος για μία δεύτερη προεδρική θητεία,  ήταν ο Ντόναλντ Τραμπ.

Ως προς αυτό, θα υπογραμμίσουμε πως το σημαίνον του ‘Τραμπισμού’[4] ως αστερισμού ιδεών και μίας δυνάμει και μη, ‘πολεμικής,’ ως αντανάκλαση μίας συγκρουσιακής στάσης προς ό,τι ‘ενοχλεί’ πολιτικά, υφολογικά και αισθητικά, απέκτησε ρίζες σε κοινωνικό επίπεδο, κάτι που διεφάνη, με έντονο τρόπο και στο πρόσφατο εκλογικό αποτέλεσμα.

Ο Ντόναλντ Τραμπ αύξησε τον συνολικό αριθμό των ψήφων που έλαβε συγκριτικά με το εκλογικό αποτέλεσμα του 2016, κέρδισε πολιτείες-κλειδιά όπως η Φλόριντα και διεκδίκησε άλλες, υπόκωφα διεκδίκησε και διείσδυσε σε ακροατήρια όπως των Ισπανόφωνων, εκεί όπου η Τραμπική κοινωνική συμμαχία ( που αποτελείται από άνδρες πλειοψηφικά) διαμορφώθηκε πάνω στη βάση και του τι ‘πέτυχε’ ο πρόεδρος, αλλά και πάνω στο τι ‘δεν διαθέτουν οι ‘άλλοι.’ Συνεπεία και αυτού του γεγονότος, οι μετεκλογικές συνθήκες στις Ηνωμένες Πολιτείες αναμένονται με ενδιαφέρον.

Όμως, ο νεοεκλεγείς Τζο Μπάιντεν [5] διατηρεί την πρωτοβουλία των πολιτικών κινήσεων, θέτοντας ήδη  προτεραιότητες, μετά την επισημοποίηση της εκλογικής του νίκης, σημασιοδοτώντας το υπόδειγμα της ηθικής ‘ιατρικοποίησης’ του πολιτικού λόγου: ‘Ας θεραπεύσουμε την Αμερική.’  Το ζητούμενο, πολιτικά και ιδεολογικά, καθίσταται ο μεταρρυθμισμός, δηλαδή η επιδίωξη εφαρμογής μίας σειράς μεταρρυθμιστικών πολιτικών με σημείο αναφοράς τα επίδικα που τίθενται στο πεδίο του κοινωνικού.  Ο Τζο Μπάιντεν, δεν ενθουσίασε πολιτικά, αλλά όμως, την κρίσιμη στιγμή, ‘έπεισε’ μία κρίσιμη μερίδα ψηφοφόρων να εκφράσει την πολιτική και αξιακή  υποστήριξη της.

—–

[1] Βλέπε σχετικά, Flanagan S.C., & Dalton R.C., ‘Parties under stress: Realignment and Dealignment in Advanced Industrial Societies,’ WEP, Volume 7, 1984, σελ. 7-23.

[2] Ο Τζο Μπάιντεν, στηριζόμενος στην πολιτική εμπειρία που αποκόμισε τόσο από την οκταετή του θητεία στην αντιπροεδρία της χώρας, όσο και από την πρότερη θητεία του ως γερουσιαστής, προέβαλλε το χαρτί και το προφίλ του καθαυτό ‘προεδρικού’ υποψηφίου (‘εκλογιμότητα’), που αποπνέει σταθερότητα, στιβαρότητα στο να ηγηθεί των προκλήσεων και των δυσκολιών που ανακύπτουν (πανδημία) θέτοντας την δική του διαχειριστική ‘επάρκεια’ ενώπιον της θεωρούμενης ως διαχειριστικής και διοικητικής ‘αναποτελεσματικότητας’ Τραμπ. Το στοιχείο της σύγκρισης ως παράμετρος πολιτικής επιλογής, ενσωματώθηκε στην καμπάνια του Δημοκρατικού υποψηφίου, συμπεριλαμβάνοντας και την υποψήφια αντιπρόεδρο, Κάμαλα Χάρις με τέτοιον τρόπο (προεδρικό δίπολο), ώστε να συγκροτηθεί ένα απόθεμα εμπειρίας και ‘ικανοτήτων.’

[3] Λέγοντας κάτι τέτοιο, εννοούμε πως θέσεις και πολιτικές αφηγήσεις επί διαφόρων θεμάτων-ζητημάτων υπήρξαν. Όμως, εξέλιπε η πολιτική-προγραμματική (ακόμα και η θεωρητική) μεταρρυθμιστική  επεξεργασία τους που θα εδύνατο να δώσει μία σαφέστερη εικόνα για την εκδηλούμενη στρατηγική σε κυβερνητικό επίπεδο.

[4] Ο Ντόναλντ Τραμπ, ως πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτείων, έτεινε προς την κατεύθυνση ‘απελευθέρωσης’ της γλώσσας από συγκεκριμένες νόρμες, αναπαρήγαγε την αίσθηση μίας εγγύτητας ‘με τους πολλούς,’ προσδίδοντας στην ίδια την γλώσσα νοηματικό περιεχόμενο: Ο πρόεδρος, ο λαϊκός πρόεδρος για λαϊκούς ανθρώπους, ‘σαρώνει’ τους αναπαριστάμενους ως ‘επικίνδυνους,’ όπως προβλήθηκε ο Δρ. Άντονι Φάουτσι. Ο Ντόναλντ Τραμπ δεν έπαψε να αυτο-προσδιορίζεται με όρους ‘αναγκαιότητας’ που ‘αποκαλύπτει’ το ‘καρκίνωμα’ εντός της Αμερικανικής κοινωνίας, όντας ‘σύμπτωμα’ μίας κοινωνίας που ‘διψά’ για την ‘αλήθεια.’

[5] Θεωρούμε πως, και λόγω της εντονότερης  εμπλοκής Ομπάμα στον προεκλογικό αγώνα του Τζο Μπάιντεν, ιδίως όσο πλησιάζαμε προς το τέλος του, ό,τι έλαβε χώρα η ενεργοποίηση πολιτών «χωρίς κομματική στράτευση» (non-partisan citizen/apartisan) και εγγύτητα με το Δημοκρατικό κόμμα (για μία σειρά λόγων)  οι οποίοι και στράφηκαν προς τον Δημοκρατικό υποψήφιο με άμεσο διακύβευμα, την απομάκρυνση του ‘επικίνδυνου’ Τραμπ από την εξουσία. Για την προσέγγιση περί μη κομματικής στράτευσης, Flanagan S.C., & Dalton R.C., ‘Parties under stress: Realignment and Dealignment in Advanced Industrial Societies…ό.π.

—–

* Ο Σίμος Ανδρονίδης είναι διδάκτωρ στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ