Εκκλησιασμός και κορωνοϊός

169

Η επιδημία του νέου κορωνοϊού (COVID-19) που ενέσκηψε προσφάτως και στη χώρα μας ανάγκασε την κυβέρνηση να νομοθετήσει έκτακτα μέτρα για τον περιορισμό της διάδοσής του. Στο πλαίσιο αυτό, εκδόθηκε στις 25.02.2020 Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου (Ε.τ.Κ. Α΄ 42), με την οποία προβλέφθηκε ως δυνητικό μέτρο, μεταξύ άλλων, «η προσωρινή απαγόρευση της λειτουργίας […] χώρων θρησκευτικής λατρείας» (άρθρο πρώτο, 2 στ΄), με απόφαση της αρμόδιας υπουργού επί της Παιδείας, έπειτα από γνώμη της Εθνικής Επιτροπής Προστασίας της Δημόσιας Υγείας. Μάλιστα, η σχετική απόφαση, η οποία λαμβάνεται αυτονοήτως υπό το πρίσμα της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας (proportionality), πρέπει, εκτός των άλλων, να αναφέρει ρητώς τη συγκεκριμένη ανάγκη δημόσιας υγείας που επιβάλλει τη λήψη του και να ορίζει τη διάρκεια ισχύος του. Είναι προφανές ότι στην προκείμενη περίπτωση η υπουργική απόφαση, οψέποτε ήθελε κριθεί αναγκαία η έκδοσή της, θα κληθεί να διακανονίσει το ζήτημα της σύγκρουσης δύο θεμελιωδών δικαιωμάτων· αφενός της θρησκευτικής ελευθερίας και αφετέρου της προστασίας της δημόσιας υγείας, με το διακύβευμα να εντοπίζεται στη «συμφιλίωση» και στην ισόρροπη συνύπαρξή τους.

Κυρίαρχη έκφανση της θρησκευτικής ελευθερίας, η οποία κατοχυρώνεται τόσο στο Σύνταγμα (άρθρο 13) όσο και στην ΕΣΔΑ (άρθρο 9), αποτελεί η ελευθερία της λατρείας, ακριβέστερα η ελευθερία καθενός να εκδηλώνει τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, όχι μόνο ατομικώς και ιδιωτικώς, αλλά και από κοινού με άλλους, με τους οποίους μερίζεται την ίδια πίστη, δημοσίως. Προστατεύεται, έτσι, και το δικαίωμα των πιστών να συναθροίζονται ειρηνικά για τον σκοπό της λατρείας κατά τον τρόπο που προβλέπει η θρησκεία τους (ΕΔΔΑ της 4.3.2014, The Church of Jesus Christ of latter-day saints vs United Kingdom). Αλλωστε, η αδυναμία εξωτερίκευσης των θρησκευτικών πεποιθήσεων, με την άσκηση των λατρευτικών ιδίως καθηκόντων που απορρέουν από την ένταξη σε μια θρησκευτική κοινότητα, θα καθιστούσε τη θρησκευτική ελευθερία κολοβή και, μάλλον, ημιθανή…

Ωστόσο, η κανονάρχηση της ελευθερίας της θρησκευτικής λατρείας από την έννομη τάξη περιλαμβάνει και τη θέσπιση συγκεκριμένων περιορισμών. Στη συνάφεια αυτή, γίνεται δεκτό ότι οι θρησκευτικές πεποιθήσεις δεν μπορούν να δικαιολογήσουν την άρνηση του πιστού να συμμορφωθεί με τους γενικής ισχύος νόμους, οι οποίοι αποβλέπουν στην προάσπιση σπουδαίου έννομου αγαθού, που ενδιαφέρει το κοινωνικό σύνολο και επίσης προστατεύεται από το Σύνταγμα (άρθρο 13 παρ. 4 Συντ.). Στα τελευταία ανήκει αναμφίλεκτα η δημόσια υγεία, την προάσπιση της οποίας, μεταξύ άλλων, και με τη λήψη προληπτικών μέτρων, επιτάσσει το ίδιο το Σύνταγμα (άρθρο 21 παρ. 3). Βεβαίως, το επιτρεπτό των περιορισμών στην άσκηση ενός τέτοιου θεμελιώδους δικαιώματος οριοθετείται από την προσφορότητα και την αναγκαιότητα του μέτρου που λαμβάνεται, καθώς και από την αναλογία του προς τον επιδιωκόμενο σκοπό. Μάλιστα, η κρατική παρέμβαση στη θρησκευτική ελευθερία, εν προκειμένω, πρέπει να ανταποκρίνεται σε «πιεστική κοινωνική ανάγκη» (pressing social need) και, συνεπώς, η έννοια «αναγκαία» δεν έχει την ευκαμψία των εκφράσεων «χρήσιμη» ή «επιθυμητή» (ΕΔΔΑ της 14.6.2007, Svyato-Mykhaylivska Parafiya vs Ukraine, σκέψη 116).

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η επιδημία του κορωνοϊού αποτελεί μία έκτακτη συνθήκη, με πλείστες όσες κοινωνικές συνεπαγωγές και συνάφειες. Τις τελευταίες, μάλιστα, ημέρες, καλλιεργήθηκε, με αφορμή την αύξηση των κρουσμάτων, μία έντονη ρητορεία για το κλείσιμο και των χώρων λατρείας, ιδίως δε αυτών της Ορθόδοξης Εκκλησίας, προκειμένου να αποφευχθούν η περαιτέρω διασπορά του ιού και η διακινδύνευση της δημόσιας υγείας. Ανεξαρτήτως της μικροκομματικής εκμετάλλευσης του γεγονότος, που δεν έλειψε, ατυχώς, και στην προκείμενη περίπτωση και της επ’ αφορμή επίδειξης ενός ψευδεπίγραφου προοδευτισμού, είναι προφανές ότι όσοι πιστοί εμφανίζουν συμπτώματα ή ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες πρέπει να επιδείξουν κοινωνική υπευθυνότητα ώστε, με την υποχώρηση του δικαιώματός τους στη θρησκευτική ελευθερία, να προστατεύσουν «εαυτούς και αλλήλους». Αλλωστε, η Ορθόδοξη Εκκλησία (προσ)εύχεται και «ὑπὲρ τῶν ἐν ἀσθενείαις κατακειμένων», αλλά και «ὑπὲρ τῶν δι’ εὐλόγους αἰτίας ἀπολειφθέντων»… Η τυχόν απαγόρευση, πάντως, της λειτουργίας των ναών, που δεν μπορεί οπωσδήποτε να επιβληθεί οριζοντίως, είναι μια οριακή απόφαση, η οποία, πέραν της αυστηρά περιορισμένης χρονικής ισχύος της και της επαρκούς αιτιολόγησής της, οφείλει, εξαντλώντας προηγουμένως κάθε ηπιότερο μέσο, να σταθμίσει τα συγκρουόμενα δικαιώματα και να επιχειρήσει την αναλογική εξισορρόπησή τους, με τέτοιον τρόπο ώστε να προστατευόμενα έννομα αγαθά να διατηρήσουν την κανονιστική τους εμβέλεια.

* Ο κ. Γεώργιος Ι. Ανδρουτσόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής του Εκκλησιαστικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και δικηγόρος.

Πηγή: kathimerini.gr