Πολλές ευκαιρίες στον θαλάσσιο τουρισμό

176

Τα υπερπολυτελή σκάφη ανά τον κόσμο προσελκύουν τα φώτα της δημοσιότητας και συχνά το ενδιαφέρον των φορολογικών αρχών ως ευκαιρία άντλησης εσόδων, ενίοτε για επικοινωνιακούς σκοπούς. Ωστόσο η αγορά των σούπερ γιοτ, δηλαδή τα σκάφη αναψυχής με μήκος 80 πόδια και άνω, αντιπροσωπεύει μόλις το 2% του συνόλου της βιομηχανίας θαλάσσιου τουρισμού. Αντιθέτως, το μερίδιο των μικρότερων σκαφών υπερβαίνει το 80%. Ποιος είναι όμως ο δρόμος για την ανάπτυξη της αγοράς και την ενίσχυση των τοπικών κοινωνιών; Περνάει μέσα από μια δύσκολη εξίσωση: φορολογικά κίνητρα και επενδύσεις στις υποδομές για αύξηση της δραστηριότητας με σεβασμό στο περιβάλλον.

Σύμφωνα με το Διεθνές Συμβούλιο Οργανισμών Βιομηχανίας Μαρινών (ICOMIA), οι μαρίνες δημιουργούν μία άμεση θέση εργασίας για κάθε 25 αγκυροβόλια και μία έμμεση θέση εργασίας για κάθε 4 αγκυροβόλια. «Προσεγγίζουμε τον θαλάσσιο τουρισμό ως μια δραστηριότητα που αφορά τη μεσαία τάξη, δίνοντας έμφαση στην πρόσβαση στο νερό και στη διεύρυνση των προσφερόμενων υπηρεσιών από τη μαρίνα», τόνισε ο πρόεδρος του ICOMIA Andrea Razeto, μιλώντας πρόσφατα σε συνέδριο του Economist στο Ντίσελντορφ της Γερμανίας, στο περιθώριο της διεθνούς έκθεσης θαλάσσιας αναψυχής Boot. Τάχθηκε κατά της φορολόγησης του θαλάσσιου τουρισμού ως πολυτελούς αγοράς, εκφράζοντας την εκτίμηση ότι η διατήρηση και η αύξηση της δραστηριότητας θα αποφέρουν περισσότερα έσοδα για το κράτος.

Στοιχεία της Συνομοσπονδίας Γερμανικών Μαρινών (BVWW) καταδεικνύουν ότι τα μικρότερα σκάφη κατέχουν μερίδιο άνω του 80% στο σύνολο της αγοράς. «Σε αντίθεση με αυτό που ορισμένοι πιστεύουν, ο θαλάσσιος τουρισμός δεν είναι υπόθεση των πλουσίων. Αντιθέτως, αν εξετάσει κανείς τα μεγέθη στα λιμάνια, στις ακτές και στις πόλεις, ο αντίκτυπος των μικρών σκαφών στην τουριστική οικονομία είναι τεράστιος», τόνισε ο πρόεδρος της BVWW Robert Μarx, ο οποίος μίλησε για την ανάγκη παροχής φορολογικών κινήτρων με στόχο την αύξηση της δραστηριότητας: «Το λιμάνι έχει πλήρη ΦΠΑ σε αντίθεση με το κάμπινγκ που έχει μειωμένο ΦΠΑ».

«Κατανοούμε ότι οι νομοθέτες και η κοινωνία πρέπει να έχουν πρόσβαση σε ένα μερίδιο της αγοράς σκαφών, στην οποία η μέση δαπάνη υπολογίζεται σε 6.000 ευρώ ανά έτος. Ομως ο κλάδος έχει δει πολλές φορές τις αρνητικές επιπτώσεις αντίστοιχων φορολογικών παρεμβάσεων, πιο πρόσφατα στην Κροατία, την Ισπανία, την Ιταλία και την Ελλάδα», επεσήμανε ο κ. Razeto, ο οποίος απηύθυνε έκκληση στους κυβερνητικούς αξιωματούχους να εστιάσουν σε δύο σημεία-κλειδιά:

• Η αγορά σκαφών έχει σημαντική συνεισφορά στην απασχόληση και στις τοπικές οικονομίες, συχνά σε αγροτικές ή υπανάπτυκτες περιοχές.

• Η τιμή ενός σκάφους και η αγορά του είναι υψηλής ευαισθησίας για την πλειονότητα των πελατών και η φορολογία μπορεί σχετικά εύκολα να τους απομακρύνει από την αγορά.

Περιγράφοντας τις σημερινές τάσεις στον θαλάσσιο τουρισμό, παράγοντες της αγοράς μιλούν για πίεση η οποία ασκείται από πελάτες που επιζητούν την εμπειρία στη θάλασσα αφενός χωρίς να υποστούν τη βάσανο της ιδιοκτησίας ενός σκάφους, αφετέρου απαιτώντας προϊόντα και υπηρεσίες πιο φιλικά στο περιβάλλον. Εκτιμούν ότι εκ των πραγμάτων οι δύο αυτές παράμετροι θα ωθήσουν αντίστοιχα τον κλάδο προς αυτήν την κατεύθυνση.

Πηγή: kathimerini.gr