Χρηματιστήριο: Οι 5 bull καταλύτες και το διεθνές ρίσκο

242

Της Ελευθερίας Κούρταλη

Το 2020 έχει προϋποθέσεις να είναι ακόμα μία χρονιά για την οποία θα καταγραφεί θετικός απολογισμός για το Ελληνικό Χρηματιστήριο, στον βαθμό όμως που η επίδραση των θετικών παραγόντων που έχουν ήδη δρομολογηθεί δεν ανατραπεί από εξωγενείς παράγοντες ή από “μαύρους κύκνους”. Ήδη η νέα χρονιά ξεκίνησε θετικά τόσο για τις διεθνείς αγορές, με τη Wall Street να συνεχίζει στον δρόμο των ιστορικών ρεκόρ, όσο και για το Ελληνικό Χρηματιστήριο, παρά την ένταση των γεωπολιτικών κινδύνων καθώς και τις εκτιμήσεις για σημαντική επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας.

Τα εντυπωσιακά κέρδη του 2019 έχουν διατηρηθεί στις περισσότερες αγορές και οι αναλυτές εμφανίζονται θετικοί για το 2020, υπογραμμίζοντας ωστόσο ότι θα είναι δύσκολο να επαναληφθούν οι αποδόσεις του 2019, οι οποίες μάλιστα ήταν σχεδόν… καθρέφτης των ισχυρών απωλειών που σημειώθηκαν το 2018.

Καταλύτες αισιοδοξίας

Το ίδιο ισχύει και για το Χ.Α., με τις εκτιμήσεις των διεθνών οίκων να παραμένουν bullish για πέντε κυρίως λόγους:

1) Την ισχυρή βελτίωση του μακροοικονομικού περιβάλλοντος λόγω των πολιτικών που εφαρμόζει η κυβέρνηση και της αξιοπιστίας της χώρας, η οποία διαθέτει ένα σταθερό πολιτικό περιβάλλον, σε αντίθεση με άλλες χώρες της Ευρώπης.

2) Την επιστροφή της Ελλάδας σιγά, αλλά σταθερά, στο ραντάρ των ποιοτικών επενδυτών.

3) Την ανοδική τάση που αναμένεται να έχουν οι αξιολογήσεις της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας (ξεκινώντας πιθανότατα με τη Fitch την ερχόμενη Παρασκευή) και οι οποίες υποστηρίζονται από τις πολύ καλές επιδόσεις των ελληνικών ομολόγων.

4) Τη σημαντική μείωση που αναμένεται να σημειωθεί στο απόθεμα των “κόκκινων” δανείων των ελληνικών συστημικών τραπεζών, η οποία ενισχύεται και από την προώθηση του σχεδίου “Ηρακλής”.

5) Τη συνέχιση της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας, η οποία, μάλιστα, αναμένεται να σημειώσει την υψηλότερη ανάπτυξη στην Ευρωζώνη φέτος.

“Μαύρος κύκνος”

Ωστόσο, στην εξίσωση θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η πιθανότητα εμφάνισης ενός “μαύρου κύκνου”. Οι κίνδυνοι είναι υπαρκτοί μετά και τον… ωκεανό μετρητών που έχουν ρίξει οι κεντρικές τράπεζες σε ένα περιβάλλον εξαιρετικά χαμηλών –και αρνητικών– επιτοκίων, τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο τραπεζικός κλάδος διεθνώς και το παγκόσμιο χρέος, το οποίο βρίσκεται σε επίπεδα-ρεκόρ και στο 322% του ΑΕΠ, αγγίζοντας τα 253 τρισεκατομμύρια δολάρια. Μια ξαφνική άνοδος του πληθωρισμού, για παράδειγμα, θα ωθήσει τη Fed στο να βάλει στο τραπέζι την αύξηση των επιτοκίων.

Όπως σημειώνουν αναλυτές, οι αγορές αυτήν τη στιγμή δεν αποτιμούν την αλλαγή της νομισματικής πολιτικής και κάτι τέτοιο θα αιφνιδιάσει τους επενδυτές, προκαλώντας έντονους τριγμούς. Επίσης, παρά την εμπορική συμφωνία πρώτης φάσης μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, οι αναλυτές εμφανίζονται επιφυλακτικοί για το κατά πόσον θα υπάρξει και συμφωνία δεύτερης φάσης, ενώ τονίζουν πως υπάρχουν ακόμη ανησυχίες για τις μακροοικονομικές προοπτικές, καθώς οι ΗΠΑ εξακολουθούν να αμφισβητούν τις ισορροπίες για τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, με το περιβάλλον του εμπορίου να παραμένει σε μεγάλο βαθμό εύθραυστο και να αποτελεί πηγή ανησυχίας και πρόκλησης για τους επενδυτές.

Κίνδυνοι από την Ευρωζώνη

Η πραγματικότητα, σε κάθε περίπτωση, είναι πως μπορεί οι αγορές να απέδειξαν πως “αντέχουν” τόσο τους φόβους γύρω από το εμπόριο και την πορεία της οικονομίας όσο και τις εντάσεις στα γεωπολιτικά, ωστόσο ο αριθμός των αποσταθεροποιητικών παραγόντων πληθαίνει.

Η Moody’s υποβάθμισε, μάλιστα, την περασμένη εβδομάδα σε αρνητικές τις προοπτικές της Ευρωζώνης, καθώς, όπως τόνισε, οι προσδοκίες για τις θεμελιώδεις συνθήκες έχουν επιδεινωθεί και θα επηρεάσουν τις αξιολογήσεις τούς επόμενους 12-18 μήνες. Το επιδεινούμενο παγκόσμιο περιβάλλον, όπως σημείωσε, θα επηρεάσει την ανάπτυξη των ανοιχτών οικονομιών το 2020, αν και η εγχώρια ζήτηση, η δημοσιονομική χαλάρωση θα μετριάσει τον αντίκτυπο. Επιπλέον, οι υψηλοί δείκτες δημόσιου χρέους, καθώς και το διαρκώς κατακερματισμένο πολιτικό τοπίο, αποτελούν, σύμφωνα με τον οίκο, επίσης βασικούς λόγους ανησυχίας για την οικονομία της Ευρωζώνης φέτος.

Η Goldman Sachs, αν και παραμένει θετική για τις μετοχές φέτος και εκτιμά πως δεν θα δούμε ακόμη bear market, ωστόσο επισημαίνει τους καταλύτες εκείνους οι οποίοι μπορεί να πυροδοτήσουν ένα μεγάλο sell-off στις αγορές.

Αυτοί είναι οι εξής τέσσερις: η αύξηση των επιτοκίων, το σκάσιμο της “φούσκας” στα assets διεθνώς, η κλιμάκωση των οικονομικών ανισορροπιών, ιδίως στον ιδιωτικό τομέα, καθώς και τα εξωγενή σοκ, όπως μια εκτόξευση της τιμής του πετρελαίου ή ένα ξαφνικό σοβαρό γεωπολιτικό γεγονός. Μπορεί ο τελευταίος αυτός παράγοντας να μη “λειτούργησε” κατά τις πρόσφατες εντάσεις ΗΠΑ-Ιράν, ωστόσο η γεωπολιτική απειλεί συνεχίζει να είναι υπαρκτή, όπως σημειώνει.

Επιπλέον, η αμερικανική τράπεζα τονίζει πως σύντομα μέσα στο έτος θα στρέψουν το επίκεντρό τους στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ, έναν συνήθη παράγοντα αστάθειας για τις αγορές. Σε ένα σενάριο σημαντικής αποσταθεροποίησης των risk assets, η G.S., μάλιστα, εκτιμά πως ο δείκτης-βαρόμετρο των διεθνών αγορών, S&P 500, μπορεί να υποχωρήσει έως και κατά 20%, στις 2.600 μονάδες. Πολλοί υποψήφιοι έχουν προτείνει αλλαγές στη φορολογική μεταρρύθμιση του 2017. Εάν η μεταρρύθμιση αυτή αντιστραφεί, τότε αναμένεται να υπάρξει σημαντικό πλήγμα στις αγορές, όπως προειδοποιεί.

Ελκυστικό το Χ.Α.

Επιστρέφοντας στο Ελληνικό Χρηματιστήριο, που διατηρεί το ανοδικό momentum, οι αναλυτές εμφανίζονται θετικοί για την πορεία το νέο έτος, με τις εξωτερικές συνθήκες να παραμένουν ευνοϊκές, καθώς, όπως επισημαίνουν, δίνουν πολλά “όπλα” για να διεκδικήσει τα υψηλότερα επίπεδα.

Ο Γενικός Δείκτης επιχειρεί τη διαφυγή από τα επίπεδα των 900 μονάδων και, από ό,τι φαίνεται, έχει καταφέρει μέχρι στιγμής το 2020 να μην απειληθεί η περιοχή αυτών, σημειώνει η Beta Securities. H ανέλιξη τιμών δεν θα είναι εύκολη. Τα απάτητα επί πέντε χρόνια επίπεδα τιμών δεν θα είναι “περίπατος στον κήπο”, καθώς ο Γενικός Δείκτης θα χρειαστεί αγοραστικό πάθος και όγκους συναλλαγών που θα απορροφούν τους πρόσφατους κερδισμένους και τους εγκλωβισμένους παλαιότερων ετών. Κατά την τελευταία προσέγγιση του Γενικού Δείκτη στις 1.000 μονάδες (2014), οι συναλλαγές είχαν κινηθεί σταθερά πάνω από τα 100 εκατ. ευρώ.

Όπως παρατηρεί ο Ηλίας Ζαχαράκης της Fast Finance, στην αγορά λείπουν τα επιχειρηματικά νέα που τόσο έχει ανάγκη, μιας και μέχρι τώρα ο μόνος κλάδος που φαίνεται να κερδίζει έδαφος είναι το real estate. Το Ελληνικό θα είναι εκείνο που θα κάνει τη διαφορά, με το καζίνο να καθυστερεί σημαντικά το ξεκίνημα του έργου, ενώ ο τραπεζικός κλάδος συνεχίζει να είναι το “κλειδί” για τη συνέχεια, θυμίζοντας πως ακόμη δεν έχει καταφέρει να κατοχυρώσει τα επίπεδα του 2016.

Σε ό,τι, πάντως, αφορά τις τράπεζες, η Eurobank Equities διατηρεί τη θετική της στάση, παρά το ρεκόρ των αποδόσεων το 2019. Αναμένει περαιτέρω πρόοδο στη θεμελιώδη θέση τους, εν μέσω ενός πιο υποστηρικτικού περιβάλλοντος (όπως αντανακλάται στις προοπτικές της οικονομίας και της αγοράς ακινήτων) και πιο αποφασιστικών δράσεων των διοικήσεων. Επιπλέον, εκτιμά πως οι αποτιμήσεις τους παραμένουν “λογικές” (εκτιμώμενος δείκτης P/TBV για το 2020 στο 0,4x) και βλέπει περιθώρια περαιτέρω re-rating, ιδιαίτερα κατά την εφαρμογή των στρατηγικών τους σχεδίων, με στόχο πολύ πιο “καθαρούς” ισολογισμούς (NPE κάτω του 10%) και τη βελτίωση της κερδοφορίας (RoE περίπου 10%) έως το 2021-2022.

Χαμηλότερες

Κατά τη χρηματιστηριακή εταιρεία, τα δημοσιονομικά κίνητρα που περιλαμβάνει ο Προϋπολογισμός του 2020, όπως η μείωση των εταιρικών φόρων κατά 4%, θα οδηγήσουν σε διψήφιο ρυθμό αύξησης των κερδών ανά μετοχή στον μη χρηματοπιστωτικό κλάδο. Όπως τονίζει, οι αποτιμήσεις των μετοχών εξακολουθούν να είναι χαμηλότερες από τον μακροπρόθεσμο μέσο όρο τους και κατά 25% χαμηλότερες από αυτές των ευρωπαϊκών και, έτσι, θεωρεί ότι οι ελληνικές μετοχές προσφέρουν ένα συναρπαστικό ισοζύγιο ανταμοιβής-κινδύνου, ιδίως δεδομένης και της καλύτερης εσωτερικής μακροοικονομικής εικόνας, σε σύγκριση με αυτήν των περισσότερων αναπτυγμένων αγορών.

Είναι γεγονός ότι οι διεθνείς αγορές, αλλά και η ελληνική, δεν θέλουν ακόμη να χαλάσουν την ανοδική τους κίνηση και, όσο αυτό συμβαίνει, θα συνεχίσουν να αγνοούν ή να υποτιμούν τους ελλοχεύοντες κινδύνους, σχολιάζει ο Λουκάς Παπαϊωάννου, οικονομολόγος της Fast Finance. Ειδικά για την ελληνική οικονομία, όπως επισημαίνει, οι θετικές μακροοικονομικές προβλέψεις, το βελτιούμενο οικονομικό κλίμα αλλά και οι αναμενόμενες αναβαθμίσεις από τους οίκους υποβοηθούν την ανοδική κίνηση της κεφαλαιαγοράς. Παρά τις επιφυλάξεις που διατυπώνονται για διάφορα θέματα, στην παρούσα χρονική συγκυρία η ψυχολογία κλίνει προς τους “ταύρους”, τονίζει και εκτιμά ότι θα διατηρηθεί (με μικρά διαλείμματα) όλο το πρώτο τρίμηνο.

Το σημαντικό είναι πως το πολύ βελτιωμένο κλίμα απέναντι στην Ελλάδα, που είχε αρχίσει να καταγράφεται από τα roadshows που ξεκίνησαν μετά τις εκλογές και από τον Σεπτέμβριο του περασμένου έτους σε ΗΠΑ και Ηνωμένο Βασίλειο, επιβεβαιώθηκε και στο πρώτο roadshow με ελληνικό ενδιαφέρον για το 2020, αυτό που διοργάνωσε η J.P. Morgan στo Λονδίνο (CEEMEA Opportunities Conference).

Σύμφωνα με πληροφορίες του “Κ”, οι επενδυτές εμφανίστηκαν ιδιαίτερα θετικοί για το story ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας, καθώς για το σχέδιο “Ηρακλής”, που προωθείται από την ελληνική κυβέρνηση, καθώς θεωρούν πως θα επιτρέψει την ταχύτερη ανάκαμψη της κερδοφορίας των ελληνικών συστημικών τραπεζών, λόγω της ταχύτερης μείωσης του κόστους κινδύνου.

Έρχονται αναβαθμίσεις

Υποστηρικτικός παράγοντας για το Χ.Α. θα είναι και φέτος τα ελληνικά ομόλογα, ως προς τα οποία, παρά τις εξαιρετικές επιδόσεις το 2019, οι διεθνείς οίκοι όπως η Societe Generale, η DZ Bank και η Citigroup, εξακολουθούν να εκτιμούν ότι η βελτίωση των ελληνικών τίτλων έχει συνέχεια, ενώ επισημαίνουν πως οι έως τώρα φειδωλές κινήσεις των οίκων αξιολόγησης απέναντι στην Ελλάδα αναμένεται να “ξεπαγώσουν”, οδηγώντας σε αρκετές αναβαθμίσεις φέτος.

Σύμφωνα, μάλιστα, με τη SocGen, την ερχόμενη Παρασκευή η Fitch αναμένεται να προχωρήσει σε αναβάθμιση της αξιολόγησης της Ελλάδας ή τουλάχιστον σε αλλαγή των προοπτικών της χώρας σε θετικές, από σταθερές. Στην τελευταία του έκθεση τον περασμένο Αύγουστο ο οίκος είχε τονίσει πως οι πολιτικές της νέας κυβέρνησης βελτιώνουν το επιχειρηματικό κλίμα και προσελκύουν ιδιωτικές επενδύσεις και αυτό αποτελεί θετικό καταλύτη για τη δυναμική της ανάπτυξης του ΑΕΠ στο μεσοπρόθεσμο διάστημα, ενώ η βελτίωση στα δημόσια οικονομικά επίσης στηρίζει την ανάπτυξη, αν και οι προκλήσεις παραμένουν.

H SocGen τονίζει πως η Ελλάδα υπεραπέδωσε εντυπωσιακά των υπολοίπων ομολόγων της Ευρωζώνης το 2019 και η ισχυρή ζήτηση σε συνδυασμό με τα σχέδια του ΟΔΔΗΧ για άντληση 4-8 δισ. ευρώ από τις αγορές φέτος αναμένεται να στηρίξουν περαιτέρω την πορεία των ελληνικών τίτλων. “Μπορεί οι οίκοι αξιολόγησης να μην το παραδέχονται, ωστόσο πολύ συχνά καταλήγουν να παρακολουθούν την πορεία των spreads, οπότε υπάρχει πιθανότητα η ζήτηση των επενδυτών να “σπρώξει” τις αναβαθμίσεις της Ελλάδας το 2020”, τονίζει η τράπεζα.

Σε ό,τι μάλιστα αφορά την εκδοτική δραστηριότητα της χώρας, σύμφωνα με τραπεζικές πήγες, ο ΟΔΔΗΧ έχει πραγματοποιήσει συναντήσεις με τους primary dealers και στο τραπέζι βρίσκεται η έκδοση ενός νέου ελληνικού ομολόγου σύντομα, ακόμα και εντός του μήνα, αρκεί το κλίμα διεθνώς να είναι ευνοϊκό, με σκοπό να κεφαλαιοποιηθεί το θετικό momentum στην αγορά που δημιουργεί η ετυμηγορία της Fitch.

Σύμφωνα με την DZ Bank, οι θετικοί παράγοντες οι οποίοι αναμένεται να λειτουργήσουν υποστηρικτικά στη βαθμολογία της Ελλάδας από τους οίκους είναι το γεγονός ότι η χώρα “τρέχει” πρωτογενή πλεονάσματα, και μάλιστα υψηλά, βρίσκεται στον δρόμο της (μέτριας) ανάπτυξης, οι εξελίξεις στον τραπεζικό κλάδο είναι θετικές και το ελληνικό Δημόσιο έχει επιστρέψει επιτυχώς στη χρηματοδότησή του από τις αγορές. Όπως τονίζεται, η νέα ελληνική κυβέρνηση συνεχίζει τις μεταρρυθμίσεις και αυτό επίσης αναμένεται να λειτουργήσει θετικά στις “ετυμηγορίες” των οίκων σχετικά με την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας.

Τα πρόσφατα σχέδια της κυβέρνησης για τη στήριξη των συστημικών τραπεζών στη μείωση των NPLs θα βοηθήσουν στην ενίσχυση της ρευστότητας, σημειώνει από την πλευρά της η Citi. Aυτό, μαζί με τις υψηλότερες προοπτικές ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, αναμένεται να ωθήσει τους οίκους αξιολόγησης σε περαιτέρω αναβαθμίσεις της ελληνικής οικονομίας.

*Αναδημοσίευση από το “Κεφάλαιο” που κυκλοφορεί

Πηγή: capital.gr