Αρχίζει η διαπραγμάτευση για τον “μηχανισμό” νέας μείωσης φόρων – εισφορών

209

Της Δήμητρας Καδδά

Στις τριήμερες διαπραγματεύσεις που θα λάβουν χώρα μεταξύ κυβέρνησης και “θεσμών” (22 – 24 Ιανουαρίου) αναμένεται να τεθεί από την ελληνική πλευρά το αίτημα για μεγαλύτερο περιθώριο παροχών φέτος μέσα από τη χρήση του υπερπλεονάσματος του 2019. Η κίνηση, την οποία προανήγγειλε και ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης την προηγούμενη εβδομάδα, είναι το πρώτο από τα τρία συνολικά βήματα τα οποία δρομολογεί η κυβέρνηση ούτως ώστε να αυξήσει τον δημοσιονομικό χώρο που έχει για την εφαρμογή των πολιτικών που έχει προαναγγείλει: για την τόνωση των επενδύσεων, τη μείωση των φόρων και των εισφορών, αλλά και για περισσότερες κοινωνικές δαπάνες.

Στόχος της είναι, σύμφωνα με πληροφορίες, να μη γίνουν ταυτόχρονα αλλά διαδοχικά οι διαπραγματεύσεις με τους “θεσμούς”. Κατά συνέπεια επιχειρείται να κλείσει τεχνοκρατικά (χωρίς να χρειαστεί πολιτική διαπραγμάτευση) το θέμα που ξεκίνησε με πρωτοβουλία του το ΔΝΤ περί μεταφοράς πλεονασμάτων (μηχανισμός εξομάλυνσης).

Το αν αυτό θα καταστεί εφικτό θα φανεί στο πόρισμα της εν λόγω (5ης) αξιολόγησης το οποίο προς το παρόν αναμένεται στις 26/2 (με επικύρωση στο Eurogroup του Μαρτίου). Μετά, αρχίζει η μεγάλη “μάχη”.

Εισέρχεται στην τελική ευθεία η αλλαγή χρήσης των κερδών ομολόγων (όχι για την απομείωση του χρέους αλλά και για επενδύσεις), το οποίο με τη “βούλα” του ESM τοποθετείται  για Ιούνιο – Ιούλιο, ενώ στο θέμα των χαμηλότερων πρωτογενών πλεονασμάτων το ελληνικό αίτημα θα καταγραφεί τον Απρίλιο – Μάιο στον νέο Μεσοπρόθεσμο Προϋπολογισμό.

Οι δηλώσεις του ESM

Το κλίμα μεταξύ των “θεσμών” για το ελληνικό ζήτημα καταγράφεται στη συνέντευξη του γενικού γραμματέα του ESM και υπεύθυνου για την εποπτεία της χώρας μας, Νικολά Τζιαμαριόλι. Σε συνέντευξή του στα “Νέα”, για την αξιολόγηση που ξεκινά την επόμενη εβδομάδα ανέφερε ότι θα δώσουν έμφαση στην εκτέλεση προϋπολογισμού, στην πορεία εξόφλησης των ληξιπρόθεσμων οφειλών του κράτους προς ιδιώτες, στον χρηματοπιστωτικό τομέα (με έμφαση στα “κόκκινα” δάνεια, στο σχέδιο “Ηρακλής”, στις αλλαγές του Πτωχευτικού δικαίου και στην παροχή δανείων), στις ιδιωτικοποιήσεις, στο Υπερταμείο, στις συντάξεις, στην αγορά εργασίας και στον τομέα υγείας.

Αναφορικά με το κυβερνητικό αίτημα για χαμηλότερους στόχους πρωτογενών πλεονασμάτων, επεσήμανε ότι “θα κοιτάξουμε προσεκτικά τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη και τις παραδοχές για την πορεία του κόστους δανεισμού στην ανάλυση βιωσιμότητας χρέους”. Όταν αυτή η τεχνική ανάλυση γίνει, “τότε θα είναι το Eurogroup αυτό που θα συζητήσει αν υπάρχει περιθώριο να αλλάξουν οι στόχοι”, διευκρίνισε.

Αναφορικά με το αν υπάρχουν αντιδράσεις από κράτη-μέλη, ανέφερε ότι δεν μπορείς να δεις τις θέσεις των κρατών πριν γίνει η ανάλυση. Επανέλαβε ότι το σημείο εκκίνησης είναι ότι αυτήν τη στιγμή ισχύουν οι δεσμεύσεις…

Ανέφερε, επίσης, ότι η Ελλάδα δεσμεύθηκε σε πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ έως το 2022 και στη συνέχεια σε πρωτογενές πλεόνασμα που είναι σύμφωνο με τον Μεσοπρόθεσμο Στόχο (σ.σ.: με τον ΜΤΟ που έχει καθοριστεί για κάθε κράτος ανάλογα με το ύψος του χρέους και άλλους παράγοντες). Εξήγησε ότι το 2018 “υπολογίστηκε σε 2,2% του ΑΕΠ”. Επεσήμανε, όμως, πως “μετά το 2022 η Ελλάδα πρέπει να είναι σύμφωνη με τους ευρωπαϊκούς κανόνες όπως κάθε άλλο κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης όποιο και αν είναι τότε το ύψος του Μεσοπρόθεσμου Στόχου”…

Για τα κέρδη ομολόγων και για την αλλαγή χρήσης τους, ούτως ώστε να τροφοδοτήσουν επενδύσεις, ο Γενικός Γραμματέας του ESM τόνισε ότι η Ελλάδα “υποχρηματοδοτεί τις επενδύσεις”. Και, κατά συνέπεια, “πρέπει να δούμε αν υπάρχει ανάγκη για επιπλέον χρήματα”, είπε.

Επίσης συμπλήρωσε ότι “πρέπει να δούμε τι είδους επενδύσεις μπορούν να χρηματοδοτηθούν ούτως ώστε να ωφεληθεί η ανάπτυξη και πώς αυτό θα επηρεάσει τους δημοσιονομικούς στόχους και τη βιωσιμότητα του χρέους”. Οι αποφάσεις, εξήγησε, συνδέονται με την επόμενη έκτη αξιολόγηση η οποία συνδέεται με έκθεση που θα ανακοινωθεί τον Ιούνιο. Επιβεβαιώνοντας έτσι τις πληροφορίες που είχαν δει το πως το φως της δημοσιότητας από ελληνικές πλευρές τις προηγούμενες μέρες για 3μηνη αναβολή των αποφάσεων.

Η συζήτηση στο Eurogroup

Το ελληνικό ζήτημα δεν αποκλείεται ως θέμα να τεθεί και σε πολιτικό επίπεδο ατύπως, ώστε να υπάρξουν οι απαραίτητες συμμαχίες. Αυτό ενδεχομένως να επιδιωχθεί από τον ΥΠΟΙΚ, Χρήστο Σταϊκούρα, στο περιθώριο του Eurogroup της προσεχούς Δευτέρας (καθώς επισήμως δεν υπάρχει θέμα “Ελλάδα” στην ατζέντα), αλλά και στις διμερείς επαφές που θα ακολουθήσουν. Επόμενη ευκαιρία είναι το επίσημο ραντεβού κορυφής στο Παρίσι μεταξύ του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη και του προέδρου Εμανουέλ Μακρόν, παράλληλα με το οποίο θα λάβει χώρα και η συνάντηση του Έλληνα υπουργού Οικονομικών, Χρήστου Σταϊκούρα, με τον ομόλογό του, Μπρούνο Λε Μερ.

Οι πρωθυπουργικές δεσμεύσεις

Η κυβέρνηση έχει ήδη εξαγγείλει τη μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά τουλάχιστον 8% μεσοσταθμικά φέτος. Επιπλέον, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, μιλώντας στον τηλεοπτικό σταθμό Alpha, ξεδίπλωσε τις προθέσεις του για τα επόμενα βήματα μείωσης φόρων και εισφορών το 2020 και το 2021. Δεν απέκλεισε την περαιτέρω μείωση της φορολογίας στις επιχειρήσεις από το 24% στο 20%, αλλά ούτε και την ταχύτερη αποκλιμάκωση των ασφαλιστικών εισφορών (ήδη έχει αποφασιστεί η μείωσή τους κατά 1% από την 1η Ιουλίου, αλλά σε βάθος 4ετίας η κυβέρνηση έχει δεσμευθεί ότι θα μειωθούν συνολικά κατά 5%).

“Έχουμε κάνει σημαντικές φοροαπαλλαγές, που αφορούν ελεύθερους επαγγελματίες, τον κόσμο των επιχειρήσεων, όμως η φορολόγηση στη μισθωτή εργασία παραμένει αναλογικά υψηλή”, επεσήμανε. “Θα ζυγίσουμε αυτήν τη στιγμή εάν χρειάζεται η πρόσθετη μείωση φόρου στις επιχειρήσεις από το 24% στο 20% και, αν κρίνουμε ότι πρέπει να αξιοποιήσουμε αυτόν τον δημοσιονομικό χώρο για να μειώσουμε ακόμα πιο επιθετικά τη φορολόγηση στην εργασία, ενδεχομένως να κινηθούμε σε αυτή την κατεύθυνση”, είπε.

Επίσης, προανήγγειλε τη μείωση της εισφοράς αλληλεγγύης φέτος και την οριστική της κατάργηση το 2021. “Είμαι σίγουρος ότι θα έχουμε πρόσθετο δημοσιονομικό χώρο για το 2020, μπορώ να σας πω με βεβαιότητα ότι θα αρχίσουμε να κόβουμε και την εισφορά αλληλεγγύης εντός του 2020”, ανέφερε. Εξέφρασε επίσης τη βεβαιότητά του για το επιπλέον περιθώριο που θα προκύψει για το 2021 από τη συζήτηση για τη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων, “την οποία είμαι σίγουρος ότι θα μπορέσουμε να την πετύχουμε”.

Αλλά προανήγγειλε και “κάτι ακόμα”, το “υπερπλεόνασμα”, που θα υπάρχει και το 2019, παρά τις τόσες παροχές που διατέθηκαν. Ανοίγοντας, έτσι, τον δρόμο για τη συζήτηση που θα γίνει για τη μεταφορά υπερπλεονασμάτων.

Ο μηχανισμός μεταφοράς

Αναφορικά με τον μηχανισμό εξομάλυνσης, ήδη έχει υποβληθεί επίσημο αίτημα, με την ελληνική πλευρά να στοιχειοθετεί τα επιχειρήματά της. Η κυβέρνηση στηρίζεται στην απουσία λόγου διατήρησης μεγαλύτερων πλεονασμάτων, καθώς και στην τόνωση που προσφέρει στο ΑΕΠ και στα κρατικά έσοδα η ορθή χρήση του εν λόγω δημοσιονομικού περιθωρίου, αν γίνεται με ευχέρεια χρόνου και όχι με την αγωνία θέσπισης παροχών λίγο πριν από τη λήξη κάθε χρόνου.

Στο θέμα έχει αναφερθεί ο ΥΠΟΙΚ προ εβδομάδων, αλλά ακούστηκε για πρώτη φορά ως πρόταση του ΔΝΤ. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, στην τελευταία του έκθεση για την ελληνική οικονομία, αναφέρει την εν λόγω πρόταση, που έγινε δημοσίως αποδεκτή και από την ελληνική πλευρά μέσω της τότε επιστολής του Έλληνα εκπροσώπου, Μ. Ψαλιδόπουλου.

Πρόκειται για το δικαίωμα χρήσης επιπλέον δημοσιονομικού χώρου στην αρχή της επόμενης χρονιάς, ούτως ώστε το θρίλερ που λαμβάνει χώρα κάθε Δεκέμβριο, αναφορικά με τη διανομή του μεγαλύτερου δυνατού μερίσματος, να λάβει τέλος.

Αφορά έναν “μηχανισμό εξομάλυνσης” ή, όπως διαφορετικά αναφέρεται, έναν “κανόνα δαπανών”, ο οποίος, σύμφωνα με το ΔΝΤ, “θα επιτρέπει προσωρινές συμμετρικές διαφοροποιήσεις από τον στόχο των πρωτογενών πλεονασμάτων”, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει “παρεκτροπή των δημοσιονομικών πολιτικών”.

Στόχος είναι ένα υπερπλεόνασμα να μη “χάνεται” οδεύοντας για τη μείωση του χρέους, όπως συμβαίνει τώρα, αφού απαγορεύεται από τους κανόνες της Ε.Ε. η μεταφορά εσόδων σε επόμενο έτος. Δηλαδή σήμερα το ποσό που ξεπερνά τον δημοσιονομικό στόχο πρέπει να “καταναλωθεί” εντός του έτους, γιατί αλλιώς ως “περίσσευμα” οδεύει στην αποπληρωμή του χρέους.

Συζητείται να μπορεί εναλλακτικά να χρησιμοποιείται ως έσοδο την επόμενη χρονιά πέραν του δημοσιονομικού στόχου. Έτσι, θα βοηθά και σε καλύτερο προγραμματισμό…

Πηγή: capital.gr