Τράπεζες: Με NPLs 11 φορές υψηλότερα των ευρωπαϊκών και με τα χαμηλότερα “μαξιλάρια” ρευστότητας

231

Της Νένας Μαλλιάρα

Σχεδόν 11 φορές υψηλότερο δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές τράπεζες, έχουν οι τράπεζες στην Ελλάδα, στοιχείο που δείχνει το μέγεθος του άθλου που πρέπει να καταβάλουν με την έναρξη λειτουργίας του “Ηρακλή” τους προσεχείς μήνες. Η επιτυχής λειτουργία του “Ηρακλή” ώστε να σημειωθεί μία συνεχής ροή δραστικής μείωσης των κόκκινων δανείων, θα αποδειχθεί κρίσιμη και για την άντληση ρευστότητας από τις ελληνικές τράπεζες, ώστε αυτές να ενισχύσουν τους δείκτες κάλυψης ρευστότητας (LCR) στους οποίους εμφανίζουν επίσης τη χειρότερη επίδοση πανευρωπαϊκά. 

Στο γ΄ τρίμηνο 2019, τα ευρωπαϊκά NPLs υποχώρησαν στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων τεσσάρων ετών. Σύμφωνα με τα στοιχεία που ανακοίνωσε χθες η ΕΚΤ, ο δείκτης NPL υποχώρησε στο 3,41%, κινούμενος σε ένα εύρος από το 0,91% που είναι το χαμηλότερο επίπεδο δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων και εντοπίζεται στο Λουξεμβούργο, μέχρι τον υψηλότερο δείκτη που κατέχει η Ελλάδα και ανέρχεται σε 37,40%.  Ο μέσος ευρωπαϊκός όρος του δείκτη NPL βρίσκεται πλέον στα χαμηλότερα επίπεδα από το β΄ τρίμηνο του 2015, όταν για πρώτη φορά οι εποπτικές αρχές δημοσίευσαν στατιστικά στοιχεία για το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα. 

Στη δεύτερη θέση μετά την Ελλάδα, ακολουθεί η Κύπρος με δείκτη NPL που κινείται ήδη κάτω του 20%, στόχο που οι ελληνικές τράπεζες έχουν δεσμευτεί να πετύχουν στο τέλος του 2021 (σημειώνεται ότι η Eurobank που είναι η πρώτη που δρομολόγησε πλάνο δραστικής μείωσης των NPLs και θα εγκαινιάσει τις τιτλοποιήσεις του “Ηρακλή”, στοχεύει φέτος σε δείκτη NPL περίπου 15%). Τους αμέσως υψηλότερους δείκτες NPL έχουν η Πορτογαλία (περίπου στο 10%) και η Ιταλία (περίπου στο 7%), ενώ κάτω του 5% κινείται ο δείκτης σε όλες τις άλλες χώρες, με τις καλύτερες επιδόσεις μετά το Λουξεμβούργο, σε Γερμανία και Φινλανδία. 

Οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονται στη χειρότερη θέση μεταξύ των ευρωπαϊκών τραπεζών και από πλευράς του δείκτη κάλυψης ρευστότητας (LCR). Πρόκειται για τον δείκτη που αναφέρεται στην αναλογία άμεσα ρευστοποιήσιμων στοιχείων ενεργητικού που διατηρούν οι τράπεζες προκειμένου να διασφαλίζουν ότι μπορούν, σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή (όπως π.χ. σε “σοκ” των αγορών που θα επηρέαζε τη ρευστότητα), να καλύψουν τις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις τους. Ο συγκεκριμένος δείκτης διαμορφώθηκε στο 115,43% για τις ελληνικές τράπεζες το γ΄ τρίμηνο 2019, έναντι μέσου ευρωπαϊκού όρου 145,16% (σημειώνεται ότι στο β΄ τρίμηνο 2019 ο δείκτης κινούνταν υψηλότερα, στο 146,85%). Τον υψηλότερο δείκτη LCR έχει η Σλοβενία (366,79%). Ακολουθεί η Κύπρος, με δείκτη κάλυψης ρευστότητας σημαντικά άνω του 300%.  Ολλανδία, Γαλλία και Αυστρία είναι κατά σειρά οι χώρες με τον ασθενέστερο δείκτη LCR μετά την Ελλάδα, ο οποίος κινείται κάτω του 150%. 

Οι ελληνικές τράπεζες μπορεί να έχουν την χειρότερη επίδοση από πλευράς μη εξυπηρετούμενων δανείων, βρίσκονται, ωστόσο, σε καλή θέση (10η από 17 χώρες) από πλευράς δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας, πιάνοντας τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους στους επιμέρους δείκτες. Πανευρωπαϊκά, ο συνολικός δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας σε επίπεδο τραπεζικών ομίλων ενισχύθηκε το γ΄ τρίμηνο 2019, στο 18,05% από 18,00% το β΄ τρίμηνο 2010. Ο δείκτης Common Equity Tier 1 (CET1) διαμορφώθηκε στο 14,37% και ο δείκτης Tier 1 στο 15,58%.  Ο μέσος όρος του δείκτη CET1 των ευρωπαϊκών τραπεζών κινήθηκε από το χαμηλότερο 11,92% στην Ισπανία μέχρι το υψηλότερο 27,50% στην Εσθονία. 

Πηγή: capital.gr