Εγραφε πάντα για ό,τι τον έκαιγε

320

Ο Θάνος Μικρούτσικος ήταν «δικός μου άνθρωπος» πολύ πριν τον γνωρίσω. Τη δεκαετία του ’80, ανάμεσα στους λιγοστούς δίσκους που υπήρχαν στο εφηβικό μου δωμάτιο ήταν ο «Σταυρός του Νότου» – μαζί με τα «Ζεστά ποτά» των Κατσιμιχαίων, το «River» του Σπρίνγκστιν και μερικά ακόμη ιερά άλμπουμ. Αργότερα ανακάλυψα κι άλλες πτυχές του: η ερμηνεία της Μαρίας Δημητριάδη στο «Η μισή μου καρδιά» προκαλούσε ταραχή εντός μου, η φωνή του Γιώργου Μεράντζα στη «Δίκοπη ζωή» με έκανε να ανατριχιάζω, το «Αννα μην κλαις», παρά την προτροπή του Γιάννη Κούτρα, μου έφερνε δάκρυα στα μάτια. Αργότερα ήρθαν η «Ρόζα», η «Ελένη», το «Ερωτικό» και τόσα άλλα.

Ο Θάνος Μικρούτσικος ήταν με τον τρόπο του πάντα δίπλα μου: στο γουόκμαν καθώς πήγαινα με το λεωφορείο στη Φιλοσοφική, στα γλέντια της παρέας, στα θέλω των πρώτων ερώτων, στη θητεία μου στο ραδιόφωνο. Ακούγοντας τα τραγούδια του είναι σαν να βλέπω φωτογραφίες από τις σημαντικότερες στιγμές της ζωής μου. Ενα τέτοιο στιγμιότυπο θα κρατώ πάντα από εκείνον: Παραμονή Πρωτοχρονιάς του 2016, στο σπίτι της εκδότριας Ελενας Πατάκη, ο Θάνος παίζει στο πιάνο το «Πάει ο παλιός ο χρόνος», γύρω του συγγενείς και φίλοι μια αγκαλιά, εκείνος γελάει, μας πειράζει, το βλέμμα του πέφτει πάνω στη Μαρία, σαν χάδι. Από τις συνεντεύξεις μας –για την «Καθημερινή» και τον Ιανό– επέλεξα μερικά αποσπάσματα. Για να αφηγηθεί ο ίδιος τη ζωή και το έργο του. Ηταν, άλλωστε, πάντα τόσο απολαυστικό να τον ακούει κανείς να μιλάει…

Πάτρα, η γενέθλιος γη

«Γεννήθηκα στην Πάτρα. Μεγάλωσα σε ένα νεοκλασικό και έζησα τον απόηχο μιας ουσιαστικά αστικής ελληνικής πόλης, γιατί στη γενέτειρά μου, χάρη στην άνθηση του εμπορίου της σταφίδας και στον πλούτο που αυτό έφερε, ήδη από τον 19ο αιώνα γίνονταν τα πάντα. Ειδικά στη μουσική· η Πάτρα είχε λυρικό θέατρο από το 1854, όταν η αθηναϊκή όπερα δημιουργήθηκε μόλις το 1940».


Με τον Δημήτρη Μητροπάνο: Μια συνεργασία που «γέννησε» σπουδαία τραγούδια, μια δυνατή φιλία.

H ποίηση

«Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, όταν ήμουν πιτσιρίκι, τα βράδια μαζεύονταν συγγενείς και φίλοι στην κουζίνα του σπιτιού μας. Κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή ο πατέρας μου μας διηγούνταν ιστορίες από τη γερμανική κατοχή, της οποίας οι μνήμες ήταν ακόμη νωπές. Κάθε Τρίτη, Πέμπτη και Σάββατο απήγγειλε ποίηση, τις περισσότερες φορές από στήθους, κάποιες από βιβλία. Και συνήθως με είχε στην αγκαλιά του. Αν με προκαλέσετε, θα σας απαγγείλω όλα τα ποιήματα του Καρυωτάκη. Τα θυμάμαι από εκείνα τα χρόνια».

Ο αδελφός του ο Ανδρέας

«Πάντα προσπαθούσα να το ξυπνήσω αυτό το παιδί. Εχουμε πολλά κοινά στοιχεία, όσο κι αν αυτό δεν γίνεται φανερό λόγω της διαφορετικής πορείας που ακολουθήσαμε. Εγώ το ξέρω πόσο μοιάζουμε, αλλά δυστυχώς δεν μπορώ να σας το αποδείξω». Ο Ανδρέας, βλέπετε, σκέπασε την ποιότητά του με… τρέχοντα πράγματα και δεν θα είμαι πειστικός. Ομως, πάντα θα θυμάμαι τη συνάντησή μας, επί χούντας, στους διαδρόμους της Ασφάλειας – είχαμε συλληφθεί και οι δύο, εκείνος είχε βασανιστεί φρικτά από τον Μάλλιο. Τα μάτια του ήταν κλειστά, όλο το πρόσωπό του μια πληγή. “Δεν τους είπα τίποτα για σένα”, μου ψιθύρισε».


Με τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Οδυσσέα Ελύτη και τον Μάνο Χατζιδάκι στο Αρχαίο Ωδείο Πάτρας.

Η μουσική

«Επαιζα πιάνο από την ηλικία των τεσσάρων ετών. Οταν άρχισα να σπουδάζω Μαθηματικά –η επιρροή του μαθηματικού πατέρα μας–, πέρασε σε δεύτερη μοίρα η μουσική. Ονειρευόμουν ακαδημαϊκή καριέρα. Το 1967 βρέθηκα ως θαμώνας, με μια παρέα συμφοιτητών μου, στην μπουάτ “Παράγκα” της Πλάκας. Εκεί τραγουδούσαν ο σταρ της εποχής, Διονύσης Σαββόπουλος, και η Καίτη Χωματά, ερμηνεύτρια του Γιάννη Σπανού, ο οποίος μόλις είχε επιστρέψει από το Παρίσι». Οταν τελείωσε το πρόγραμμα, οι φίλοι μου ήθελαν να ακούσουν κάτι από μένα.

Κάθισα, λοιπόν, στο πιάνο κι άρχισα να παίζω. Με άκουσε από μέσα ο ιδιοκτήτης κι έστειλε ένα γκαρσόνι να μου πει πως ήθελε να μου μιλήσει. “Δεν έρχεσαι από Δευτέρα, να συνοδεύεις τη Χωματά;” Ετσι ξεκίνησε η καριέρα μου ως μουσικού».

Τα καλά της… λογοκρισίας

«Τα πρώτα μου 45άρια ήταν με μελοποιημένα ποιήματα του Κώστα Καρυωτάκη, γιατί τα τραγούδια που είχα γράψει σε ποίηση Σινόπουλου, Ρίτσου και Βάρναλη δεν μπορούσαν να κυκλοφορήσουν λόγω λογοκρισίας». Ετσι, εμένα μάλλον με ωφέλησε η λογοκρισία γιατί –δεν είναι εξυπνακισμός, μιλάω σοβαρά– τότε ένα μεγάλο κομμάτι της δουλειάς μου ήταν μίμηση του Μίκη Θεοδωράκη, τα δικά του χνάρια ακολουθούσα. Το ότι μου στέρησαν τη δυνατότητα να βγω ως επίγονός του μου έδωσε την ευκαιρία να αποκτήσω τον προσωπικό μου ήχο».

«Ο “Σταυρός του Νότου”; Πάνω από 2.000 κομμάτια δεν θα πουλήσει»

Προσοχή στους αστούς!

«Είχε μόλις βγει η “Καντάτα για τη Μακρόνησο” όταν πήγα σε μια συνεστίαση του ΚΚΕ, σε ένα μαγαζί στα Πατήσια. Μέσα ήταν πάρα πολύς κόσμος, κάποια στιγμή θέλησα να πάρω αέρα. Βγήκα έξω, βγήκε μαζί μου κι ο Γρηγόρης Φαράκος, ο διανοούμενος του κόμματος. Σε λίγο έσκασε μύτη κι ένας εβδομηντάρης, ο μπαρμπα-Μήτσος. Ο Φαράκος τον ήξερε, εγώ όχι. “Ρε Θάνο, σύντροφε, τι ωραία που είναι τα μακρονησιώτικά σου! Αγαλλίασε η ψυχή μου! Εχω περάσει από όλες τις εξορίες. Μόνο πρόσεξε…”, μου είπε. Τι να προσέξω; “Τους αστούς”, συνέχισε ο μπαρμπα-Μήτσος. “Σου κάνουν προβοκάτσια. Ο δίσκος που πήρα είχε γρατζουνίσματα στην αρχή.


Με τη Χαρούλα Αλεξίου στο στούντιο, κατά τη διάρκεια της ηχογράφησης του «Κρατάει χρόνια αυτή η κολόνια».

Τριάμισι λεπτά πέρασαν μέχρι να μπει η Δημητριάδη”… Δεν είχε άδικο ο άνθρωπος. Η “Καντάτα” ήταν έργο οριακό, στο οποίο προσπάθησα να συνδυάσω δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα, το τραγούδι και την ατονική μουσική. Είχε έρθει να μας ακούσει στο Polysound ο Αλέκος Πατσιφάς, της Lyra, όταν ηχογραφούσαμε την εισαγωγή: δεκαεπτά ηθοποιοί, πιάνο, ένα κουαρτέτο εγχόρδων, με αμπέχονο εγώ. Κι εκεί που περίμενα ότι θα βάλει τις φωνές, με πλησίασε, έβαλε το χέρι του στον ώμο μου και μου είπε: “Δεν καταλαβαίνω καθόλου αυτό που κάνεις, αλλά πρέπει να είναι σπουδαίο, προχώρα”. Ο Πατσιφάς ήταν ένας πεφωτισμένος άνθρωπος της ελληνικής δισκογραφίας».

Ρίτσος, ο δάσκαλός του

«Ο Ρίτσος και ο Καβάφης είναι για μένα οι μεγαλύτεροι Ελληνες ποιητές, γιατί το έργο τους είναι άχωρο και άχρονο. Ειδικά του Ρίτσου. Η ποίησή του δεν μπορεί τα τοποθετηθεί σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο. Η γυναίκα της “Σονάτας του σεληνόφωτος” μπορεί να ζει στα Πατήσια του 1950, στο Βερολίνο του 1910, στο Λονδίνο του 2100. Η σπουδαία ποίηση είναι αυτή που δημιουργεί έναν διαχρονικό ουμανιστικό κόσμο. Ο Ρίτσος ήταν και ο δάσκαλός μου. “Γράφε για ό,τι σε καίει. Τι σε καίει; Η καταπίεση; Ο έρωτας; Η ερημία σου; Το πέταγμα μιας πεταλούδας; Γράφε για όλα αυτά. Να θυμάσαι, όμως, ότι το θέμα δεν κάνει το έργο. Σεβάσου αυτό που σου παραδόθηκε στη μουσική, αλλά φτιάξε μια φόρμα του παρόντος με στοιχεία του μέλλοντος”. Αλλού το κατάφερα, αλλού όχι».


Με τον Γιάννη Ρίτσο, τον δάσκαλό του, όπως επαναλάμβανε σε κάθε ευκαιρία.

Ο… πληκτικός δίσκος

«Στην ιστορία της κριτικής, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, υπάρχουν πολλές περιπτώσεις που κάποιοι κριτικοί έπεσαν έξω. Βέβαια, στον “Σταυρό του Νότου” έπεσαν όλοι έξω, ακόμα και ο πεφωτισμένος Πατσιφάς. “Θα σου τον κάνω δώρο αυτόν τον δίσκο, γιατί σε συμπαθώ, αλλά πάνω από 2.000 κομμάτια αποκλείεται να πουλήσει”, μου είχε πει. Πέθανε το 1981 και δεν πρόλαβε να δει τις πωλήσεις να ξεπερνούν τα δύο εκατομμύρια… Γιατί έπεσαν έξω, όμως, όλοι; Γιατί μέχρι τότε ο Καββαδίας θεωρούνταν από τους καλοπροαίρετους πληκτικός και ελάσσων ποιητής και από τους κακοπροαίρετους στιχοπλόκος ημερολογίου. Νόμιζαν ότι μιλούσε για τη θάλασσα και τους ναυτικούς. Δεν καταλάβαιναν ότι αυτό ήταν το υπόβαθρο για να μιλήσει για κάτι άλλο: να μας παρακινήσει να ονειρευτούμε, να ξεπεράσουμε τα όριά μας, να κατακτήσουμε το αδύνατο, να χορέψουμε στο φτερό του καρχαρία, να τον δαμάσουμε. Αυτό το στοιχείο της ποίησής του αποκάλυψε και ανέδειξε η μουσική μου, δεν περιορίστηκε στην περιγραφή, δεν ήταν απλή υπόκρουση ενός θαλασσινού κειμένου».

Οι άνθρωποί του

«Η Μαρία, τα παιδιά μου, τα εγγόνια μου, είμαι εγώ. Υπάρχω γι’ αυτούς. Για τους φίλους μου, όσους έχουμε “περπατήσει” μαζί για χρόνια. Και, βέβαια, για τη μουσική μου. Δεν μπορώ, άλλωστε, να τους ξεχωρίσω από αυτήν. Πώς θα τους είχα αν δεν έκανα μουσική; Και πώς θα έκανα μουσική αν δεν τους είχα;»

Πηγή: kathimerini.gr