Από το καλοριφέρ στα καυσόξυλα, εντός και εκτός κρίσης

160

Βυτιοφόρο μεταφοράς υγρών καυσίμων παραδίδει πετρέλαιο θέρμανσης σε περιοχή της Αθήνας.

Καθώς μπαίνουμε βαθιά στον χειμώνα, το ερώτημα της θέρμανσης των κατοικιών γίνεται επιτακτικό και συχνά επώδυνο. Μία από τις πιο χαρακτηριστικές εκδηλώσεις της κρίσης και της υποβάθμισης της ποιότητας ζωής στη μνημονιακή Ελλάδα είναι η έκπτωση στο στοιχειώδες δικαίωμα στη θέρμανση.

Το 2010, το 65,9% των κατοικιών είχε κεντρική θέρμανση με καλοριφέρ πετρελαίου, 7,2% καλοριφέρ φυσικού αερίου, 5% σόμπα υγραερίου, 1,4% σόμπα πετρελαίου, 5,4% ξυλόσομπα, 2,6% θερμοσυσσωρευτές, 4,7% ηλεκτρικές συσκευές (θερμάστρες, αερόθερμο κ.λπ.), χρήση κλιματισμού έκανε το 4,8%, άλλο είδος 2,3%, ενώ χωρίς θέρμανση δήλωνε μόλις το 0,5% (στοιχεία ΕΛΣΤΑΤ). Το 2009, το ποσοστό του πληθυσμού που δεν μπορούσε να καλύψει ορισμένες βασικές ανάγκες, μεταξύ αυτών και της ικανοποιητικής θέρμανσης, έφθανε το 23%. Εξι χρόνια αργότερα, το 2014, είχε εκτιναχθεί στο 39,5%.

Ραγδαία ήταν και η υποβάθμιση στα θερμαντικά μέσα που χρησιμοποιούσαν οι πολίτες: το καλοριφέρ πετρελαίου είχε περιοριστεί στο 35,9%, το αντίστοιχο φυσικού αερίου ήταν 8,8%, η ξυλόσομπα είχε «φουντώσει» φθάνοντας στο 12,4% (ενώ η σόμπα πετρελαίου είχε πέσει στο 3% και η υγραερίου σταθερά στο 1,8%), τα ηλεκτρικά μέσα είχαν επίσης κάνει άλμα στο 13%, όπως και η χρήση air condition (12,2%), οι θερμοσυσσωρευτές έπεσαν στο 2,2%, ενώ εμφανίστηκε ένα ανησυχητικό «άλλο μέσο» (9,7%), που μπορεί να σημαίνει από τις πιο ακατάλληλες και επικίνδυνες μεθόδους (π.χ. μαγκάλι, αστικό τζάκι) ή και απολύτως τίποτα. Ακόμα και το «χωρίς θέρμανση» τριπλασιάστηκε, φθάνοντας στο 1,5%. Η αλλαγή είναι πολύ μεγάλη, ιδιαίτερα λαμβάνοντας υπόψη ότι τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ αφορούν όλη τη χώρα και όχι μόνο τα μεγάλα αστικά κέντρα, όπου ήρθαν τα πάνω, κάτω.

Ηταν η εποχή κατά την οποία ο κόσμος άφηνε τα καλοριφέρ να παγώνουν και στρεφόταν είτε σε «λύσεις» με ηλεκτρικό ρεύμα (με αποτέλεσμα υπέρογκους λογαριασμούς, καθώς από το 2005 έως το 2016 τα τιμολόγια του ρεύματος αυξήθηκαν κατά 150%!), είτε στην καύση ξυλείας, πολλές φορές όμως ακατάλληλης, ενώ από άγνοια ή απελπισία έριχνε στη φωτιά βαμμένα και επεξεργασμένα ξύλα, πλαστικά και συνθετικά υλικά. Η ρύπανση στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη και σε άλλα αστικά κέντρα γιγαντωνόταν, ενώ τα παγωμένα χέρια του χειμώνα σφιχταγκάλιαζαν πλήθος οικογενειών.

Ακόμα και όσοι χρησιμοποιούσαν καλοριφέρ, το έκαναν με το σταγονόμετρο. Οι πωλήσεις πετρελαίου θέρμανσης ήταν, το 2017, 1.172.142 μετρικοί τόνοι έναντι 4.248.403 μ.τ. το 2003, όταν η κατανάλωση έπιασε το υψηλότερο σημείο. Μάλιστα, το 2013 η κατανάλωση είχε πέσει σε 959.233 μ.τ. Αλλά και η κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος στις κατοικίες μειώθηκε την ίδια περίοδο κατά 12%-30%, παρότι το ποσοστό των οικογενειών που θερμαίνονταν με ηλεκτρικές συσκευές αυξήθηκε.

«Ενεργειακά φτωχοί»

Η φτώχεια στην Ελλάδα απέκτησε και άλλη διάσταση, με αναφορές σε «ενεργειακά φτωχούς». Εξάλλου, τα κακοσυντηρημένα και χωρίς μόνωση σπίτια των φτωχότερων οικογενειών είναι εκείνα που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη για θέρμανση. Σύμφωνα με έρευνα του Συνηγόρου του Πολίτη, το 2015, οι κατοικίες του φτωχότερου 20% είχαν μέσες θερμοκρασίες στα επίπεδα των 12,5 βαθμών Κελσίου! Στο φτωχότερο 40%, οι μέσες θερμοκρασίες έφθαναν τους 15 βαθμούς Κελσίου. Το 2018, το ποσοστό όσων αντιμετωπίζουν υλικές στερήσεις –μεταξύ αυτών και δυσκολία θέρμανσης– παραμένει υψηλό, στο 33,5%, παρά τον περιορισμό από το υψηλό (39,5%) του 2015.

Πώς διαμορφώνεται ο χάρτης της χρήσης θερμαντικών μέσων το 2018 και βασικά μέχρι σήμερα; Χρήση καλοριφέρ πετρελαίου κάνει μόνο το 40,1% των κατοικιών, αποτυπώνοντας μια μεγάλη υποχώρηση του μέσου. Αντιθέτως, έχει αυξηθεί η χρήση καλοριφέρ φυσικού αερίου, φθάνοντας στο 12,4%, χωρίς όμως να αναπληρώνει την πτώση του πετρελαίου. Η σόμπα καυσόξυλων έχει υποχωρήσει (8,9%), αλλά παραμένει σε πολύ περισσότερα σπίτια από ό,τι προ κρίσης. Δυστυχώς, οι ξυλόσομπες και τα αστικά κοινά τζάκια ήρθαν για να μείνουν ως θερμαντικά μέσα. Οι ηλεκτρικές συσκευές κάλυπταν το 15,2% και τα κλιματιστικά το 9,3%. Σόμπες πετρελαίου (1,7%), υγραερίου (1%) και θερμοσυσσωρευτές (1,6%) παρέμειναν χαμηλά, ενώ ψηλά παρέμεινε το… άλλο είδος (8,9%). Το 0,8% των κατοικιών δηλώνει πως δεν έχει θέρμανση, αλλά πολύ περισσότερες δεν θερμαίνονται κατάλληλα.

Ολα δείχνουν πως απέχουμε πολύ από το να έχει επανέλθει ένα επίπεδο θερμικής άνεσης στις κατοικίες και στους χώρους εργασίας ή σπουδών, συστατικό στοιχείο μιας ποιοτικής διαβίωσης. Το υψηλό κόστος των ενεργειακών πηγών (πετρέλαιο θέρμανσης, ηλεκτρικό ρεύμα κ.λπ.) είναι η μία πλευρά του προβλήματος. Η άλλη και μακροπρόθεσμα πιο σημαντική είναι τα κτίρια – ενεργειακά σουρωτήρια, χωρίς κατάλληλη μόνωση. Η επένδυση στη θερμική θωράκιση των κτιρίων αποτελεί σήμερα βασικό στόχο για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και την προστασία του περιβάλλοντος.

Πηγή: kathimerini.gr