Ο “χρησμός” των Καναδών για την Τέλεια Καταιγίδα στην οικονομία το 2020

224

Του Γ. Αγγέλη

Όταν οι οικονομικοί αναλυτές προειδοποιούν για τους κινδύνους είναι κάτι σοβαρό. Όταν όμως προειδοποιεί η Κεντρική Τράπεζα του Καναδά (ΚΤΚ), της χώρας που διαθέτει μία από τις ισχυρότερες και πλέον υγιείς οικονομίες στην τρέχουσα συγκυρία, τότε κανείς δεν μπορεί να… κοιτάζει αλλού.

Σε δύο πρόσφατες ομιλίες τους λίγο πριν από τα Χριστούγεννα, ο επικεφαλής της Κεντρικής Τράπεζας του Καναδά (ΚΤΚ) Στέφεν Πόλοτζ και η αντιπρόεδρος Κάρολιν Γουίλκινς, που αφορούσαν την τρέχουσα διεθνή οικονομική συγκυρία, περιγράφουν τις συνθήκες που οδηγούν στην “τέλεια καταιγίδα”, όπως την αποκαλούν.

Αυτή προκύπτει, σύμφωνα με τα δύο ανώτατα διοικητικά στελέχη της ΚΤΚ, από τον εκρηκτικό συνδυασμό της οικονομικής επιβράδυνσης διεθνώς με το αυξημένο σε πρωτοφανή επίπεδα χρέος (δημόσιο και κυρίως ιδιωτικό).

Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρατίθενται και έχουν την εγκυρότητα της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Μελετών της “ΚΤΚ”, το παγκόσμιο χρέος μέσα στη δεκαετία 2010-2020 έχει αυξηθεί κατακόρυφα και έχει φτάσει να υπερβαίνει τρεις φορές το παγκόσμιο ΑΕΠ.

Ιδιαίτερα το ιδιωτικό χρέος νοικοκυριών και επιχειρήσεων, εφόσον η οικονομία –όπως φαίνεται ήδη– οδηγείται σε οικονομική επιβράδυνση, θα είναι ολοένα και περισσότερο δύσκολο να αποπληρωθεί και αναπόφευκτα θα προκαλέσει νέα χρηματοπιστωτική κρίση.

Αυτό οφείλεται επιπλέον και στο γεγονός, όπως επισημαίνουν τα στοιχεία της ΚΤΚ, ότι η αύξηση του ιδιωτικού χρέους συνοδεύεται από μία σοβαρή επιδείνωση της ποιότητάς του.

Σημειώνεται δε ότι το 50% του εταιρικού χρέους στις οικονομίες των ΗΠΑ και της Ευρωζώνης είναι διαβάθμισης ΒΒΒ, ήτοι το τελευταίο σκαλοπάτι πιστοληπτικής αξιοπιστίας πριν αυτή χαρακτηρισθεί ως “non investment grade” (“σκουπίδι”). Πράγμα που σημαίνει ότι η οικονομική επιβράδυνση θα “σπρώξει” αυτόν τον όγκο χρέους κάτω από τη βαθμίδα αυτή με συνέπεια βίαιες κινήσεις ρευστοποίησης και χρεοκοπίες.

Ανάλογη είναι η κατάσταση και στις αναδυόμενες αγορές στις οποίες το ιδιωτικό χρέος, κυρίως το εταιρικό, έχει αυξηθεί κατακόρυφα και τα 2/3 του χρέους αυτού με επίφοβη διαβάθμιση βρίσκονται στην Κίνα.

ΗΠΑ-Κίνα

Χαρακτηριστικό του κατεπείγοντος της κατάστασης είναι ότι το Πεκίνο την πρώτη ημέρα του 2020 ανακοίνωσε την παροχή ενός τεράστιου ποσού που ξεπερνά τα 115 δισ. δολ. για την “κάλυψη” των αναγκών αναχρηματοδότησης του χρέους των επιχειρήσεων.

Πάνω σ’ αυτή την παγκόσμια “φούσκα” χρέους οι επιχειρήσεις… εκδίδουν νέο χρέος με την μορφή των τιτλοποιήσεων. Κάτι σαν τα “σύνθετα ομόλογα” του 2006-2008 στα οποία οι επενδυτικές τράπεζες “πακετάριζαν” χρέη υψηλής και… χαμηλής διαβάθμισης και τα οποία πουλούσαν στις αγορές με νέα διαβάθμιση, στο εσωτερικό της οποίας “δούλευαν” τα περιβόητα subprime loans που διέλυσαν το χρηματοπιστωτικό σύστημα το 2008.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΚΤΚ παγκοσμίως υπάρχουν 700 δισ. δολ. σε τέτοια τιτλοποιημένα δάνεια τα οποία και συνεχίζουν να αυξάνονται.

Στο σημείο αυτό πρέπει να προσθέσουμε και την ελληνική ιδιαιτερότητα που θα βγει στις αγορές φέτος μέσω των τιτλοποιήσεων του “Ηρακλή”.

Οι ελληνικές τράπεζες με εγγύηση του ελληνικού Δημοσίου θα εκδώσουν ομόλογα με βάση τριών ειδών “κόκκινα” δάνεια, εκείνα που αναμένεται να εξυπηρετηθούν και για τα οποία θα υπάρχει εγγύηση Δημοσίου, εκείνα που κρίνεται ότι θα έχουν προβλήματα να εξυπηρετηθούν και εκείνα που θα είναι δύσκολο να εξυπηρετηθούν. Οι ομολογιακοί τίτλοι που θα εκδοθούν θα βγουν στις αγορές και θα γίνουν αντικείμενο ανάλογης διαχείρισης σε πακέτα “σύνθετων ομολόγων” σαν μέρος της ευρύτερης διεθνούς αγοράς…

Η έκδοση χρέους (εταιρικά ομόλογα) ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια έχει πάρει τεράστιες διαστάσεις διεθνώς και με τη στήριξη των μηδενικών έως και αρνητικών επιτοκίων έχει επιτρέψει την επιβίωση επιχειρήσεων οι οποίες σε συνθήκες φυσιολογικού κόστους του χρήματος (επιτοκίων) δεν θα μπορούσαν να επιβιώσουν. Ο όγκος των επιχειρήσεων-“ζόμπι” είναι τεράστιος και στα 4 σημεία του ορίζοντα. Χαρακτηριστικό είναι ότι η πρώτη πράξη της κινεζικής κεντρικής τράπεζας για το 2020 ήταν μία πράξη διάσωσης για τέτοιες επιχειρήσεις με την παροχή 115 δισ. δολ. σε ρευστότητα αναχρηματοδότησης του χρέους τους.

Το εντυπωσιακό στοιχείο εδώ είναι, όπως επισημαίνεται από τα στελέχη της ΚΤΚ, ότι οι επιχειρήσεις-“ζόμπι” δεν επιβιώνουν απλώς, αλλά με τη βοήθεια του περιβάλλοντος μηδενικών επιτοκίων συνεχίζουν να εκδίδουν και να πολλαπλασιάζουν το χρέος τους…

Αυτά είναι τα “συστατικά” της “τέλειας καταιγίδας” σύμφωνα με τους επιτελείς της Κεντρικής Τράπεζας του Καναδά.

Εκρηκτικός “τζίρος” στις… αόρατες (OTC) συναλλαγές (παράγωγα)

Σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα η BIS (Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών) τον Δεκέμβριο και τα οποία βασίζονται σε μία έρευνα από το 2016 μέχρι και το 2019, έχει σημειωθεί μία εκρηκτική αύξηση των εκτός χρηματιστηριακής αγοράς (εξού και ο χαρακτηρισμός “αόρατες”) συναλλαγών σε παράγωγα. Και κυρίως παράγωγα με κεντρικό “στοίχημα” τα επιτόκια.

Ο όγκος τους το 2019 έχει αυξηθεί τόσο που σε όγκο εμπλοκής κεφαλαίων αφορά το 46% του συνόλου των συναλλαγών μέσα στο 2019.

Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας της BIS, “η διαπραγμάτευση παραγώγων επιτοκίων σε εξωχρηματιστηριακές αγορές υπερδιπλασιάστηκε μεταξύ του 2016 και του 2019, ξεπερνώντας σημαντικά την ανάπτυξη των συναλλαγών σε χρηματιστήρια…”.

Η συγκυρία της νομισματικής πολιτικής που ασκείται από τις κεντρικές τράπεζες κατά την έρευνα της BIS είναι μάλλον βέβαιο ότι θα οδηγήσει σε ακόμα μεγαλύτερη επέκτασή τους…

Τα στοιχεία της έρευνας επιβεβαιώνουν ότι “Τα τελευταία χρόνια, έχει αυξηθεί η διαπραγμάτευση παραγώγων επιτοκίων (IRDs) σε εξωχρηματιστηριακές αγορές (OTC). Μεταξύ Απριλίου 2010 και Απριλίου 2016, ο μέσος ημερήσιος κύκλος εργασιών της OTC αυξήθηκε σταθερά από 2,1 τρισεκατομμύρια δολάρια σε 2,7 τρισεκατομμύρια δολάρια, και στη συνέχεια τον Απρίλιο του 2019 αυξήθηκε απότομα σε 6,5 τρισεκατομμύρια δολάρια – αύξηση 143% σε σύγκριση με το 2016…”.

Στο ίδιο διάστημα αυξήθηκαν επίσης και οι συναλλαγές σε χρηματιστήρια, αλλά όχι τόσο (53% μεταξύ 2016 και 2019), με συνέπεια, ενώ οι συναλλαγές εκτός χρηματιστηριακών αγορών (OTC) αντιπροσώπευαν μόλις το 21% της IRD το 2010, έφθασαν το 2019 να αντιπροσωπεύουν το 46%.

Πηγή: capital.gr