Στο μικροσκόπιο των οίκων αξιολόγησης η χώρα, τι θα κρίνει την αναβάθμιση

183

Της Νένας Μαλλιάρα

Κρίσιμοι για την πολυπόθητη πιστοληπτική αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας το 2020, θα αποδειχτούν, πέρα από τη βελτίωση των μακροοικονομικών μεγεθών, παράγοντες όπως η επιτάχυνση των δικαστικών διαδικασιών και τα φορολογικά κίνητρα για επενδύσεις.

Στη διάρκεια του νέου έτους, η Ελλάδα αναμένεται να περάσει 11 φορές από τα “σκάνερ” των πέντε διεθνών οίκων αξιολόγησης (Fitch, Moody΄s, Standard & Poor΄s, DBRS, Scope). Το ζητούμενο της επενδυτικής αναβάθμισης δεν θα είναι “περίπατος”, αν και μια πρώτη θετική εκτίμηση – και όχι αναβάθμιση – για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, αναμένεται από την Fitch στις 24 Ιανουαρίου.

Όπως φαίνεται από την υποχώρηση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων το 2019 σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, οι αγορές έχουν ήδη αναβαθμίσει το αξιόχρεο της χώρας στην επενδυτική κατηγορία. Οι οίκοι αξιολόγησης, όμως, συνεχίζουν να κατατάσσουν το αξιόχρεο του Ελληνικού Δημοσίου τουλάχιστον τρεις βαθμίδες κάτω από την επενδυτική κατηγορία. Για να επιτευχθεί η “σύγκλιση” απόψεων των διεθνών οίκων αξιολόγησης με τις αγορές, θα απαιτηθεί ένας συνδυασμός βελτιωμένων συνθηκών, οι οποίες αναδεικνύονται από την Τράπεζα της Ελλάδος.

Εξελίξεις που αναμένονται εντός του 2020, όπως η αύξηση του ΑΕΠ, το πρωτογενές πλεόνασμα και η μείωση του δημόσιου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ, θα επιφέρουν βελτίωση στις βαθμολογίες πολλαπλών μεγεθών που συνεκτιμώνται στις πιστοληπτικές αξιολογήσεις.

Όπως αναφέρει η ΤτΕ στην Ενδιάμεση Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής, η αναμενόμενη βελτίωση των μακροοικονομικών μεγεθών, η επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων και η βελτίωση των δεικτών διακυβέρνησης της Παγκόσμιας Τράπεζας, ως αποτέλεσμα της συνέχισης των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, μπορούν να δικαιολογήσουν μια αναβάθμιση του αξιόχρεου της χώρας.

Επιπλέον, προκειμένου να επιτευχθεί η αναβάθμιση του αξιόχρεου της χώρας στην επενδυτική κατηγορία, είναι απαραίτητο να συνεχιστεί η πρόοδος στα διαρθρωτικά μεγέθη της ελληνικής οικονομίας με επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων και να επιτευχθεί μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων μέσω μιας συστημικής λύσης.

Σημειώνεται ότι η επίπτωση της μείωσης των NPLs στην επενδυτική αναβάθμιση της χώρας δεν μπορεί να ποσοτικοποιηθεί. Επίσης, όπως εκτιμά η ΤτΕ, η βελτίωση των καθαρών απαιτήσεων του Ελληνικού Δημοσίου έναντι του εξωτερικού λόγω πρόωρης αποπληρωμής χρέους προς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, δεν είναι ικανή να οδηγήσει στην απαιτούμενη αναβάθμιση κατά δύο βαθμίδες.

Σύμφωνα με την ΤτΕ, αν συνυπολογιστεί η απομάκρυνση χρονικά από την αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους το 2012, η συνολική επίπτωση των αναμενόμενων εξελίξεων θα επιφέρει βελτίωση ικανή να οδηγήσει σε αναβάθμιση κατά μία βαθμίδα. 

Η κρίσιμη κατάταξη στους δείκτες διακυβέρνησης της Παγκόσμιας Τράπεζας

Η βελτίωση στα διαρθρωτικά μεγέθη της ελληνικής οικονομίας είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να επιτευχθεί η αναβάθμιση του Ελληνικού Δημοσίου στην επενδυτική βαθμίδα. 

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ΤτΕ, η επάνοδος της Ελλάδος στην κατάταξη που είχε στους δείκτες διακυβέρνησης (governance indicators) της Παγκόσμιας Τράπεζας προ κρίσης μπορεί να συμβάλει στην επίτευξη του παραπάνω στόχου.

Συγκεκριμένα, βελτίωση που θα επιφέρει τον προβιβασμό της χώρας κατά ένα δεκατημόριο στην κατάταξη των κρατών μπορεί να επιφέρει άνοδο της πιστοληπτικής αξιολόγησης ικανή ώστε να οδηγήσει τη βαθμολογία της ελληνικής οικονομίας σε επίπεδο αρκετά υψηλότερο από την επενδυτική κατηγορία.

Σημειώνεται ότι ο μέσος όρος κατάταξης της Ελλάδας το 2017 είναι στο 58%, ενώ βρισκόταν στο 67% το 2008. Βελτίωση της τάξεως του ενός δεκατημορίου, δηλαδή από το 58% στο 68%, αντιστοιχεί σε βελτίωση της κατάταξης της χώρας στον δείκτη διακυβέρνησης της Παγκόσμιας Τράπεζας κατά περίπου 17 θέσεις (από την 77η το 2017, κατά μέσο όρο ανά δείκτη, στην 60ή θέση).

Επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, για το 2018, η Ελλάδα βρίσκεται πλέον στο ανώτερο 62% της κατανομής, κατά μέσο όρο στους δείκτες της Παγκόσμιας Τράπεζας.

Κατά συνέπεια, η ενσωμάτωση της βελτίωσης της θέσης της χώρας, σύμφωνα με τα νεότερα στοιχεία των δεικτών της Παγκόσμιας Τράπεζας στις βαθμολογίες των οίκων πιστοληπτικής αξιολόγησης, αναμένεται ότι θα επιφέρει βελτίωση της βαθμολογίας αντίστοιχη με αναβάθμιση κατά μία βαθμίδα.

Έτσι, θα υπολείπεται αντίστοιχη βελτίωση της θέσης της χώρας κατά άλλη μία βαθμίδα, ώστε να επιτευχθεί η αναβάθμιση στην επενδυτική κατηγορία (δηλ. ΒΒΒ-/Baa3 ή καλύτερη). Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με επιτάχυνση της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας, η οποία θα οδηγήσει σε βελτίωση της θέσης της χώρας στους δείκτες διακυβέρνησης.

Από την περιγραφή των κριτηρίων της Παγκόσμιας Τράπεζας για κάθε δείκτη και την εξέλιξη των δεικτών για την Ελλάδα, μπορούν να εξαχθούν χρήσιμα συμπεράσματα ως προς τις μεταρρυθμίσεις που είναι αναγκαίες για την ανάκαμψη της θέσης της χώρας.

Η ιστορική σύγκριση των στοιχείων για την Ελλάδα υποδηλώνει ότι υπάρχει μεγάλο περιθώριο βελτίωσης στους δείκτες για το κράτος δικαίου (rule of law), την ποιότητα του ρυθμιστικού περιβάλλοντος (regulatory quality) και την αποτελεσματικότητα της διοίκησης (government effectiveness), καθώς το 2017 η θέση της χώρας σε αυτούς τους δείκτες ήταν πολύ πιο χαμηλά από τα προ κρίσης επίπεδα. 

Συγκεκριμένα, μπορεί να γίνουν μεταρρυθμίσεις που συνδέονται με την ταχύτητα της δικαστικής διαδικασίας, την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, τον έλεγχο της παραβατικότητας/εγκληματικότητας, τη μείωση του κόστους κανονιστικής συμμόρφωσης, την παροχή φορολογικών κινήτρων για νέες επενδύσεις, την ισότιμη μεταχείριση των νεοεισερχόμενων επιχειρήσεων, τη μείωση της γραφειοκρατίας και τη βελτίωση της ποιότητας της εκπαίδευσης και των υποδομών.

Πηγή: capital.gr