Δεν νοείται μάρτυρας δημοσίου συμφέροντος επ’ αμοιβή

263

Ο Νικόλαος Λίβος διετέλεσε πρόεδρος της επιτροπής που έκανε τις αλλαγές στον κώδικα ποινικής δικονομίας με τις οποίες θεσπίσθηκε ο θεσμός του μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος. «Πρώτα καταθέτει και αν κριθεί αρμοδίως λαμβάνει την ιδιότητα», λέει. INTIME NEWS/ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΑΜΠΟΥΚΟΣ

«Δεν μπορεί επίσης να λάβει την ιδιότητα του μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος στη δική μας έννομη τάξη όποιος κατέθεσε με την ιδιότητα αυτή σε άλλη έννομη τάξη, η οποία όμως προβλέπει για την κατάθεσή του αυτή αμοιβή», τονίζει με σαφήνεια μιλώντας στην «Κ» ο επίκουρος καθηγητής Νικόλαος Λίβος, πρόεδρος της επιτροπής που έκανε τις αλλαγές στον κώδικα ποινικής δικονομίας με τις οποίες θεσπίσθηκε ο θεσμός του μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος (ΜΔΣ) που το τελευταίο διάστημα βρέθηκε στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας (ν. 4254/2014).

– Kατά πόσον η πράξη έδειξε να επιβραβεύονται (ή όχι) οι επιλογές αυτές του νομοθέτη;
– Τα παράπονα που διατυπώθηκαν σχετικά δεν αφορούν τον ίδιο τον θεσμό, αλλά μάλλον το τι επιτρέπεται ή όχι να καταθέτει ένας μάρτυρας – πράγμα που δεν ρυθμίζεται φυσικά στο άρθρο 47, αλλά στα άρθρα 223 και 224 ΚΠΔ. Είναι επίσης φανερό ότι, κατά λογική αναγκαιότητα, ο μάρτυς δημοσίου συμφέροντος πρώτα καταθέτει, και αν κριθεί αρμοδίως ότι με τις πληροφορίες που παρέχει συμβάλλει ουσιωδώς στην αποκάλυψη και δίωξη πράξεων διαφθοράς, τότε πρέπει να αποκτά με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα τη νομική ιδιότητα του μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος και τότε μόνον τίθεται υπό καθεστώς προστασίας μαρτύρων. Τυχόν αντιστροφή της χρονικής ακολουθίας των πράξεων αυτών τελεί εκτός του κανονιστικού πεδίου του άρθρου 47 ΚΠΔ. Δεν μπορεί επίσης να λάβει την ιδιότητα του μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος στη δική μας έννομη τάξη όποιος κατέθεσε με την ιδιότητα αυτή σε άλλη έννομη τάξη, η οποία όμως προβλέπει για την κατάθεσή του αυτή αμοιβή…

– Ο ΜΔΣ είναι στις αγγλοσαξονικές χώρες περισσότερο πληροφοριοδότης παρά μάρτυρας με την έννοια της δικονομίας;
– Η χώρα μας έπρεπε πρώτα απ’ όλα να συμμορφωθεί σε υποχρεώσεις της που απέρρεαν από διεθνείς συμβάσεις για την καταπολέμηση της διαφθοράς, τις οποίες είχε παλαιότερα κυρώσει. (…) Η διεθνής εμπειρία είχε καταδείξει ότι είναι ευκολότερο να πληροφορηθεί κανείς τα εγκλήματα διαφθοράς που τελούνται σε μεγάλες οργανωτικές δομές, όπως είναι ο ευρύτερος δημόσιος τομέας ή οι οικονομικές επιχειρήσεις, αν ένας υπάλληλος ή εργαζόμενος σε αυτές τις δομές είναι πρόθυμος να τα καταγγείλει. Στις περιπτώσεις αυτές αντί να περιμένεις πότε η πληροφορία για το τελούμενο έγκλημα θα φθάσει στον εισαγγελέα, παίρνεις μέτρα να στείλεις τον εισαγγελέα στην πληροφορία.

– Γιατί αποφασίσθηκε το πεδίο ισχύος του θεσμού σε συγκεκριμένα αδικήματα;
– Ως επιστήμονας μπορώ να σας πω ότι καλό είναι οι θεσμοί αυτοί να περιορίζονται κατ’ αρχάς σε τομείς όπου η διεθνής εμπειρία έχει αποδείξει την αποτελεσματικότητά τους, και αφού δοκιμαστούν στην πράξη, μπορούν τότε να τύχουν ευρύτερης εφαρμογής. Αλλωστε, σύντομα το ρυθμιστικό πεδίο που αφορά τους υπό συζήτηση μάρτυρες θα διευρυνθεί ούτως ή άλλως, όταν ενσωματώσει και η χώρα μας την πρόσφατη οδηγία 2019/1937 στο εσωτερικό δίκαιο.

– Η καταγγελία μιας πράξης διαφθοράς θέτει τον εργαζόμενο με ιεραρχική σχέση σε μειονεκτική θέση έναντι των προϊσταμένων του (σ.σ. τους οποίους σε πολλές περιπτώσεις μπορεί να αφορούν οι καταγγελίες του). Δεν θα ήταν λόγω αυτής της πραγματικότητας θεμιτή η θέσπιση αμοιβής για παρόμοιες καταγγελίες; Γιατί δεν την προτείνατε;
– Η αμοιβή μπορεί πράγματι να ενισχύσει την απόφαση ενός πολίτη να καταγγείλει τις πράξεις διαφθοράς που γνωρίζει ότι τελούνται στην οργανωτική δομή όπου εργάζεται. Ωστόσο η αλήθεια μιας καταγγελίας για την οποία προβλέπεται αμοιβή υποθηκεύεται αναπόφευκτα με λιγότερη αξιοπιστία. Ο μάρτυρας δημοσίου συμφέροντος προβαίνει στη συγκεκριμένη καταγγελία, επειδή είτε ανταποκρίνεται στο καθήκον που επιβάλλει ο νόμος σε κάθε πολίτη (αν είναι δημόσιος υπάλληλος) είτε ασκεί το δικαίωμα (αν είναι ιδιώτης) να καταγγέλλει αυτεπαγγέλτως διωκόμενες αξιόποινες πράξεις που πέφτουν στην αντίληψή του. Τέτοια καθήκοντα δημοσίου συμφέροντος είναι συνυφασμένα με την ιδιότητα του πολίτη – δεν είναι αναγκαία η επ’ αμοιβή εκπλήρωσή τους. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι και στο άρθρο 20 παρ. 2 της προαναφερθείσας οδηγίας προβλέπεται απλώς η δυνατότητα λήψεως τέτοιων μέτρων οικονομικής βοήθειας και στήριξης υπέρ των καταγγελλόντων.

– Κατ’ επέκταση του παραπάνω προβληματισμού γιατί απορρίψατε το αμερικανικό μοντέλο με βάση το οποίο σε υποθέσεις κάποιοι whistleblowers που συμβάλλουν ουσιαστικά στην άντληση σημαντικών στοιχείων/πληροφοριών αμείβονται; Εσείς επιλέξατε να προτείνετε την πρόνοια να μην έχει ο ΜΔΣ «όφελος». Γιατί το κάνατε;
– Νομίζω ότι η πολιτεία έχει εδώ να αντιμετωπίσει ένα δίλημμα: Από τη μια πλευρά οφείλει να ενισχύσει τις δυνατότητές της να πληροφορείται αν, πού, πότε, πώς και από ποιους τελούνται αξιόποινες πράξεις. Δεν είναι δυνατόν η ελλιπής οργάνωσή της να παρέχει σε κάποιους ευκαιρίες για να εγκληματούν, διότι τότε η ανοργανωσιά της καλλιεργεί ακριβώς το υπέδαφος που χρειάζεται για να αναπτύσσεται το έγκλημα. Από την άλλη πλευρά, η φανατική αντιεγκληματική πολιτική μπορεί να οδηγήσει σε ακρότητες. Το «παζάρεμα με τη δικαιοσύνη», η εφαρμογή δηλαδή του κανόνα «πες μου εσύ τι έγινε κι εγώ θα σου χαρίσω την ποινή» αποτελεί μάλλον εμπαιγμό απονομής της δικαιοσύνης. Η αλήθεια είναι βεβαίως δημόσιο αγαθό, αλλά δημόσιο αγαθό είναι και η τιμιότητα των μέσων που μετέρχεται κανείς για να την πληροφορηθεί. Δεν υπάρχει το ένα σκέλος της εξίσωσης χωρίς το άλλο. Οι μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος καλούνται ως θεσμός να ανταποκριθούν και στα δύο σκέλη.

Πηγή: kathimerini.gr