Από τον Αντριου Τζόνσον, το 1868, στον Ντόναλντ Τραμπ

215

Ο Αμερικανός πρόεδρος αποκηρύσσει τη διαδικασία ως «κυνήγι μαγισσών» και «παραπομπή λάιτ», όμως πλέον τον βαρύνουν δύο σοβαρές κατηγορίες: η κατάχρηση εξουσίας και η παρακώλυση των εργασιών του Κογκρέσου.

Μαύρα Χριστούγεννα προβλέπονται τα φετινά για τον Αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ, καθώς είναι πιθανό μέχρι το τέλος της εβδομάδας η αμερικανική Βουλή να έχει υπερψηφίσει στην ολομέλειά της την παραπομπή του. Μπορεί οι αναλυτές να προεξοφλούν την καταψήφιση της αντίστοιχης πρότασης στη Γερουσία τον Ιανουάριο, αλλά το πρώτο βήμα έχει ήδη γίνει και αυτό θα πρέπει να θεωρείται νίκη για το Κόμμα των Δημοκρατικών.

Ο ίδιος ο Τραμπ αποκηρύσσει τη διαδικασία ως «κυνήγι μαγισσών» και «παραπομπή λάιτ», η αλήθεια όμως είναι ότι πλέον τον βαρύνουν δύο σοβαρές κατηγορίες: η κατάχρηση εξουσίας, αφού στην υπόθεση της Ουκρανίας φάνηκε να προτάσσει το προσωπικό του όφελος των εθνικών συμφερόντων, καθώς και η παρακώλυση των εργασιών του Κογκρέσου στην προσπάθεια του Σώματος για διερεύνηση της συμπεριφοράς του. Η αμερικανική κοινή γνώμη παραμένει διχασμένη ως προς την παραπομπή του με το αίτημα της καθαίρεσης. Ούτως ή άλλως και τις δύο προηγούμενες περιπτώσεις που πρόεδροι των ΗΠΑ παραπέμφθηκαν, η Γερουσία εμπόδισε τη διαδικασία να προχωρήσει περαιτέρω.

Toν Μάρτιο του 1868 ο Αντριου Τζόνσον παραπέμφθηκε επειδή επιχείρησε να αντικαταστήσει τον υπουργό Πολέμου. Τον Μάιο της ίδιας χρονιάς η Γερουσία απέτυχε να τον παραπέμψει, αφού δεν συγκεντρώθηκε η απαραίτητη πλειοψηφία των δύο τρίτων. Το ίδιο συνέβη και τον Δεκέμβριο του 1998, όταν ο Μπιλ Κλίντον έγινε ο δεύτερος πρόεδρος των ΗΠΑ, του οποίου την παραπομπή αποφάσισε η Βουλή με τις κατηγορίες της ψευδορκίας και της παρακώλυσης Δικαιοσύνης σχετικά με τη σχέση του με την ασκούμενη Μόνικα Λεβίνσκι. Ωστόσο, η διαδικασία σταμάτησε και πάλι στη Γερουσία, όπου οι Ρεπουμπλικανοί δεν μπόρεσαν να συλλέξουν τις απαραίτητες ψήφους.

Ολοκλήρωση της διαδικασίας φέτος θα σήμαινε, λοιπόν, είσοδο σε αχαρτογράφητα νερά. Πολλοί αναρωτιούνται υποθετικά: «Εστω ότι αποφασιζόταν η καθαίρεσή του, θα είχε το φιλότιμο να παραιτηθεί ο Τραμπ; Ή θα αγκιστρωνόταν στον Λευκό Οίκο, υποχρεώνοντας τις δυνάμεις ασφαλείας να τον απομακρύνουν διά της βίας από τον θώκο;». Γνωρίζοντας τον πρότερο ανέντιμο βίο του, η απάντηση μάλλον κλίνει προς τη δεύτερη εκδοχή. Ενα άλλο υποθετικό ερώτημα που θέτουν οι αναλυτές σε περίπτωση καθαίρεσης του Αμερικανού προέδρου είναι κατά πόσον ο αντικαταστάτης του και σημερινός αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, Μάικ Πενς, θα ήταν προτιμότερος από τον Τραμπ.

«Τσίρκο και όνειδος»

Οι Ρεπουμπλικανοί, πλήρως εναρμονισμένοι με τον Τραμπ, αποκήρυξαν την έρευνα αποκαλώντας την «τσίρκο και όνειδος», παρά το γεγονός ότι οι ίδιοι συμμετέχουν στον ευτελισμό της. Ακόμη και το αίτημα για 15λεπτη διακοπή των εργασιών για επισκέψεις στην τουαλέτα έγιναν αντικείμενο υστερικών αντιδράσεων από τους ομοϊδεάτες του προέδρου. Η στρατηγική του κόμματος είναι να υπονομεύσει και να απονομιμοποιήσει τη διαδικασία. Η άρνηση του Λευκού Οίκου να συνεργαστεί με το Κογκρέσο αποστέλλοντας νομική εκπροσώπηση ερμηνεύθηκε π.χ. από την σύμβουλο του Τραμπ, Κέλιαν Κόνγουεϊ, ως αντίσταση «στη συνεργασία με μία παράνομη διαδικασία».

Το πολιτικό διακύβευμα από τη διαδικασία είναι μεγάλο. Δεν είναι τυχαία η αρχική απροθυμία της Νάνσι Πελόσι, επικεφαλής της Βουλής, να προχωρήσει τη διαδικασία παραπομπής, θεωρώντας προφανώς ότι θα γίνει μπούμερανγκ για τους Δημοκρατικούς, θα ενισχύσει τον Τραμπ και θα οδηγήσει τελικά στην επανεκλογή του τον προσεχή Νοέμβριο.

Οπως εξήγησε όμως η ίδια στη συνέχεια, με τα αδιάσειστα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν, ο Αμερικανός πρόεδρος δεν άφησε περιθώρια στο κόμμα της.

Η ρεαλπολιτίκ δεν είναι δυνατόν να ακυρώσει τα θεσμικά αντίβαρα που προβλέπει το αμερικανικό Σύνταγμα σε περίπτωση σοβαρών αδικημάτων, όπως αυτά στα οποία κατέληξε η έρευνα: το γεγονός ότι ο Τραμπ πίεσε ουσιαστικά έναν ξένο ηγέτη, τον Ουκρανό ομόλογό του, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, να βοηθήσει στην απαξίωση του βασικότερου αντιπάλου του το 2020, του Τζο Μπάιντεν, εκβιάζοντάς τον ότι σε αντίθετη περίπτωση το Κίεβο δεν θα ελάμβανε την υποσχεθείσα αμερικανική στρατιωτική βοήθεια. Μπορεί για τους περισσότερους Δημοκρατικούς οι διεφθαρμένες προθέσεις του Τραμπ να είναι προφανείς, για τους Ρεπουμπλικανούς ωστόσο τίποτα ακόμη δεν έχει αποδειχθεί.

Αλλωστε, η ίδια επιτροπή Δικαιοσύνης της Βουλής απέφυγε τελικά να απαγγείλει την κατηγορία της δωροδοκίας εις βάρος του Αμερικανού προέδρου, ίσως επειδή οι αποδείξεις περί συναλλαγής με τον Ουκρανό ομόλογό του δεν ήταν καλά στοιχειοθετημένες. Εγκατέλειψε επίσης την κατηγορία της παρακώλυσης του έργου της Δικαιοσύνης, που είχε υπαινιχθεί το πόρισμα της επιτροπής του Ρόμπερτ Μιούλερ για τη ρωσική ανάμειξη στις εκλογές του 2016.

Αυτό σημαίνει ότι οι ενάγοντες είναι απίθανο να καταφέρουν να πείσουν άλλα μέλη του Κογκρέσου εκτός από εκείνα του δικού τους στρατοπέδου. Μέσα σε αυτό το κλίμα, οι ΗΠΑ οδηγούνται στην προεκλογική εκστρατεία του 2020 σε συνθήκες απόλυτης πόλωσης και με το Δημοκρατικό Κόμμα πολυδιασπασμένο και αλληλοσπαρασσόμενο, χωρίς κάποιο από τα βασικά φαβορί να έχει ξεχωρίσει κι ενώ απομένει λιγότερο από ένας χρόνος πριν από την κρίσιμη μονομαχία με τον Τραμπ. 

Ψηφοφόροι, τυφλά πιστοί στον πρόεδρο

Σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις, ο Τραμπ μοιάζει να επικρατεί με μεγάλο προβάδισμα των Δημοκρατικών πιθανών αντιπάλων του, Τζο Μπάιντεν, Μπέρνι Σάντερς και Ελίζαμπεθ Ουόρεν, σε καίριες πολιτείες όπως η Πενσιλβάνια, το Ουισκόνσιν και το Μίσιγκαν. Εκλογολόγοι θεωρούν πιθανή μια επανάληψη του σεναρίου του 2016, όταν η Χίλαρι Κλίντον κέρδισε μεν τη λαϊκή ψήφο και μάλιστα με διακριτή διαφορά τριών εκατομμυρίων ψήφων, αλλά λόγω εκλογικού συστήματος στις ΗΠΑ, ο Τραμπ κατόρθωσε να συγκεντρώσει τους απαραίτητους εκλέκτορες για να αναδειχθεί πρόεδρος. Ακόμη και αν δεν επιβεβαιωθούν αυτές οι εκτιμήσεις, ο Αμερικανός πρόεδρος έχει κάποια επιρροή στο εκλογικό σώμα που αγγίζει τα όρια της πολιτικής αίρεσης. Ελέγχει τον μηχανισμό προπαγάνδας και ειδικά το δημοφιλές Fox News, που διαμορφώνει τις σκέψεις και τα συναισθήματα του κοινού. Με τη διασπορά θεωριών συνωμοσίας και τη δημιουργία μιας παράλληλης πραγματικότητας, οι ψηφοφόροι του ακολουθούν τυφλά τον πρόεδρο, τον οποίο αναμένεται να επανεκλέξουν θριαμβευτικά.

Πηγή: kathimerini.gr