Η ελληνική ατζέντα στο ραντεβού κορυφής με την Κριστίν Λαγκάρντ

198

Της Δήμητρας Καδδά

Στήριξη στις επόμενες επιδιώξεις της ελληνικής οικονομικής διπλωματίας επιδιώκει η κυβέρνηση στο “ραντεβού” κορυφής που θα λάβει χώρα την Τρίτη στη Φρανκφούρτη μεταξύ της επικεφαλής της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, και του πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη. Αναμένεται να υπάρξει διεξοδική παρουσίαση των προτεραιοτήτων της κυβέρνησης στα μέτωπα κοινού ενδιαφέροντος από τον πρωθυπουργό: από το θέμα των τραπεζών και των επόμενων κινήσεων μετά το σχέδιο “Ηρακλής” έως την ένταξη της χώρας στο QE και τους διαδοχικούς “στόχους” εύρεσης μεγαλύτερου δημοσιονομικού “χώρου” για επενδύσεις και μείωση φόρων.

Η συνάντηση θα γίνει παρουσία του υπουργού Οικονομικών, Χρήστου Σταϊκούρα, που θα αναλύσει τα θέματα αρμοδιότητάς του, αλλά και του προϊσταμένου του γραφείου Ευρωπαϊκών Υποθέσεων του πρωθυπουργού, Δημήτρη Μητροπούλου. Παρών θα είναι και ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας.

Έμφαση θα δοθεί από ελληνικής πλευράς και στο μεταρρυθμιστικό πλάνο της κυβέρνησης και στην προσπάθεια επιτάχυνσής του, αλλά και στις παρεμβάσεις και πρωτοβουλίες που λαμβάνουν χώρα αναφορικά με την προσέλκυση επενδύσεων.

Ουσιαστικά η κυβέρνηση αναζητά συμμάχους ανάμεσα στους θεσμούς και στους ηγέτες της Ε.Ε. στη διπλωματική “μάχη” που έχει ήδη ξεκινήσει για την αλλαγή χρήσης των κερδών ομολόγων ώστε να χρηματοδοτήσουν επενδύσεις, τη μείωση των πλεονασμάτων (από το 3,5% του ΑΕΠ στο 2% του ΑΕΠ από το 2021) αλλά και τον τερματισμό της Ενισχυμένης Εποπτείας, ένα θέμα στο οποίο αναφέρθηκε για πρώτη φορά χθες ο ίδιος ο πρωθυπουργός.

Οι δηλώσεις Μητσοτάκη

Το απόγευμα της Τρίτης “θα έχω διεξοδική συνάντηση με την κυρία Λαγκάρν”, ανέφερε χθες ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, κατά την τοποθέτησή του μετά το τέλος της Συνόδου Κορυφής. Ευχαρίστησε την κυρία Λαγκάρντ για τα καλά της λόγια για την Ελλάδα, αλλά και περιέγραψε και τα επόμενα βήματα στο πεδίο των μεγάλων ελληνικών οικονομικών στόχων.

Ο πρωθυπουργός έκανε σαφές για το καθεστώς ενισχυμένης επιτήρησης, που διαρκεί έως τα μέσα του 2022, ότι “στόχος είναι να ξεφύγουμε το συντομότερο”. Επισήμανε, επίσης, ότι έθεσε στους ομολόγους του το θέμα των πλεονασμάτων. “Εξήγησα γιατί κάποιοι κανόνες από το παρελθόν, κανόνες αυστηρής δημοσιονομικής πειθαρχίας, όπως το εξαιρετικά υψηλό πρωτογενές πλεόνασμα, έχουν ξεπεραστεί από τις εξελίξεις. Η Ελλάδα εντός του 2020 θα θέσει το ζήτημα των πρωτογενών πλεονασμάτων και της μείωσής τους από το 2021. Πιστεύουμε ότι το έδαφος είναι ώριμο. Είμαστε απολύτως συνεπείς σε ό,τι έχουμε πει και έχουμε κάνει στην οικονομία και όχι μόνο. Αυτό αυξάνει την αξιοπιστία της χώρας”, τόνισε.

Έκανε σαφές, επίσης, ότι επιθυμητό είναι “να επιστρέψουμε στο πρώτο εξάμηνο του 2021 στην επενδυτική βαθμίδα και να έχουμε πρόσβαση στο φθηνό χρήμα της ΕΚΤ”. Ο λόγος για το QE, που αποτελεί, μαζί με το θέμα των τραπεζών και των “κόκκινων” δανείων, το πλέγμα των επαφών του ελληνικού διαπραγματευτικού επιτελείου με τη νέα επικεφαλής της ΕΚΤ.

Το δείπνο Κερέ

Η συνάντηση γίνεται με αφορμή το δείπνο που θα παρατεθεί το βράδυ της Τρίτης με τιμώμενο πρόσωπο τον Μπενουά Κερέ, μέλος της εκτελεστικής επιτροπής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ο οποίος και αποχωρεί. Ο Έλληνας πρωθυπουργός, όπως εξηγούν αρμόδιες πηγές, θέλοντας να αναγνωρίσει τον σημαντικό ρόλο του Μπενουά Κερέ για την Ελλάδα όλα αυτά τα χρόνια, επέλεξε να αποδεχθεί την πρόσκληση για να τον τιμήσει. Σημειώνεται ότι η θητεία του κ. Κερέ λήγει στις 31 Δεκεμβρίου και είναι γνωστός ο ρόλος του σε κρίσιμες στιγμές των διαπραγματεύσεων, ειδικά τα “δύσκολα” χρόνια των Μνημονίων.

Καλεσμένοι είναι, πέρα από τον ΥΠΟΙΚ και τον κεντρικό τραπεζίτη, θεσμικοί παράγοντες από την Ελλάδα, αλλά και από όλη την Ε.Ε. Από ελληνικής πλευράς έχουν προσκληθεί και πρώην τραπεζίτες και ΥΠΟΙΚ, όπως ο κ. Λ. Παπαδήμος και ο Γ. Χουλιαράκης.

Ο πρωθυπουργός έχει προγραμματίσει και συνάντηση με τους Έλληνες υπαλλήλους της ΕΚΤ για ανταλλαγή ευχών.

Οι δηλώσεις της Λαγκάρντ

Η “σιδηρά κυρία” της ΕΚΤ την προηγούμενη εβδομάδα αναφέρθηκε, κατά την πρώτη της συνέντευξη Τύπου, και πάλι υποστηρικτικά στην Ελλάδα. Η κυρία Λαγκάρντ ανέφερε ότι “πρώτα από όλα θα ήθελα να επαινέσω την Ελλάδα. Έχω μακρύ παρελθόν με την Ελλάδα από διαφορετικές θέσεις. Είμαι πραγματικά πολύ ευχαριστημένη που βλέπω την πρόοδο, την ανάκαμψη και τα αποτελέσματα. Είναι πολύ εντυπωσιακά τόσο ως προς την ανάπτυξη όσο και ως προς το πρωτογενές πλεόνασμα. Έχω τις απόψεις μου γι’ αυτό. Δεν χρειάζεται να τις επαναλάβω”.

Για το QE πρόσθεσε ότι “έχει συγκεκριμένα κριτήρια επιλεξιμότητας. Είναι προς όφελος του συνόλου του Ευρωσυστήματος και της Ευρωζώνης. Eικάζω ότι, όσο γρηγορότερα η Ελλάδα διαθέτει αυτά τα κριτήρια επιλεξιμότητας, θα είναι αυτόματα επιλέξιμη γι’ αυτά τα προγράμματα. Έως τότε θα πρέπει να σεβαστούμε τα κριτήρια επιλεξιμότητας και να τηρούμε τους κανόνες”…

Την άποψη ότι οι στόχοι πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5%, στους οποίους έχει δεσμευτεί η Ελλάδα, πρέπει “να επανεξεταστούν με μεγάλη προσοχή” είχε εκφράσει η επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και κατά τη διάρκεια ακρόασής της ενώπιον της Επιτροπής Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων του Ευρωκοινοβουλίου στις Βρυξέλλες, πριν αναλάβει τα καθήκοντά της. Είχε ερωτηθεί σχετικά με την πάγια θέση του ΔΝΤ για τα ελληνικά πλεονάσματα και το κατά πόσο θα την υπερασπιστεί από τη θέση της προέδρου της ΕΚΤ. Τότε απάντησε ότι “η άποψη του ΔΝΤ και η δική μου, μιλώντας ακόμη ως ΔΝΤ, είναι ότι ο στόχος πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% της Ελλάδας είναι υπερβολικός και ασκεί υπερβολική πίεση στην ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, στην οποία στοχεύαμε. Το ΔΝΤ συνεχίζει να έχει την ίδια άποψη και, καθώς η Ελλάδα βρίσκεται στη φάση ανάκαμψης, είναι κάτι που θα πρέπει να επανεξετάσουμε με μεγάλη προσοχή”.

Σε άλλη ερώτηση, για τις πολιτικές λιτότητας, είχε επισημάνει ότι, “ειδικά στο τελευταίο μέρος του προγράμματος, το ΔΝΤ είχε εκφράσει επίσημα την άποψη ότι οι απαιτήσεις από την Ελλάδα ήταν υπερβολικές, δεδομένων των δυνατοτήτων της, και ότι το πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% θα πρέπει να αντικατασταθεί με στόχο μεταξύ 1,5% και 2% μάξιμουμ”. Επισήμανε, όμως, και ότι είναι “δίκαιο” να αναφέρει κανείς ότι πολλές από τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που περιλαμβάνονταν στο πακέτο του προγράμματος δεν έχουν εφαρμοστεί, εκφράζοντας την ελπίδα η νέα κυβέρνηση να συνεχίσει και να εμβαθύνει τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες. Χαιρέτισε, επίσης, την επιστροφή της ανάπτυξης και την αναγέννηση της ελληνικής οικονομίας.

Πηγή: capital.gr