Ενας γόρδιος δεσμός στη σκιά της Ακρόπολης

318

Η κ. Αννα Γεράρδη γεννήθηκε στα Αναφιώτικα. Το ίδιο και η μητέρα της και η γιαγιά της. Ο προπάππους της είχε αγοράσει το μικρό σπιτάκι με τον αριθμό 29 το 1906 από τον τεχνίτη που το είχε χτίσει. Μόλις 29 τ.μ., αποτελείται ουσιαστικά από ένα δωμάτιο χωρισμένο στα δύο και ένα εξωτερικό κουζινάκι στο οποίο πίσω από μια κουρτίνα κρύβεται μια μικρή τουαλέτα. Από μικρή άκουγε ιστορίες για το πώς οι πρώτοι ιδιοκτήτες είχαν επιλέξει να μείνουν στην πλαγιά της Ακρόπολης εξαιτίας της ομοιότητας με το κάστρο του νησιού τους, της Ανάφης, έχοντας πάρει, έλεγαν, την έγκριση από τον βασιλιά Οθωνα.

Φέτος, η ίδια αποφάσισε να κάνει μερικές μικροεπισκευές πριν το δώσει και εκείνη με τη σειρά της στον γιο της. Κατηφόρισε από τα Αναφιώτικα στο κτίριο της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας για να πάρει την απαιτούμενη άδεια. Βρήκε την αρμόδια υπάλληλο και της είπε το ιστορικό. Εκείνη την άκουσε προσεκτικά και αφού συμβουλεύθηκε το αρχείο της υπηρεσίας την ενημέρωσε πως υπήρχε ένα σοβαρό θέμα. Το συγκεκριμένο ακίνητο δεν ανήκε σε εκείνη. «Θα έπρεπε να το έχετε εκκενώσει εδώ και χρόνια», της είπε.

Η κ. Γεράρδη τα έχασε. Ηξερε πάντα πως το νομικό και θεσμικό πλαίσιο ήταν ασαφές, αλλά ίσως επειδή η συζήτηση αυτή πάντα στενοχωρούσε την μητέρα της δεν το πολυσκάλιζε. Είχε, άλλωστε, συμβόλαια από το 1906 μέχρι και το 2013 (όταν έκανε αποδοχή κληρονομιάς της μητέρας της). Οι τίτλοι είχαν μεταγραφεί  στο υποθηκοφυλακείο, πλήρωνε κανονικά στην ώρα της τον ΕΝΦΙΑ. Τίποτα, όμως, από όλα αυτά στην πραγματικότητα δεν ίσχυαν. Από το 1973, το σπίτι της, (και άλλα 74 ακίνητα) είχαν απαλλοτριωθεί και ανήκαν πλέον στο Δημόσιο.


Διαθέτει συμβόλαια από το 1906 μέχρι και το 2013 (όταν έκανε αποδοχή κληρονομιάς της μητέρας της) για το μικρό σπιτάκι της, με τον αριθμό 29, στα Αναφιώτικα η κ. Γεράρδη. Το σπίτι, όμως, ανήκει στο Δημόσιο.

Η «Κ» ζήτησε και εξασφάλισε πρόσβαση στο αρχείο του υπουργείου Πολιτισμού. Εκεί, είχαμε τη δυνατότητα να διαβάσουμε εκατοντάδες έγγραφα τα οποία συνθέτουν την περίπλοκη ιστορία των Αναφιώτικων, μια από τις πιο επισκέψιμες γειτονιές της Αθήνας. Τις αποφάσεις, τις αστοχίες και τα λάθη του κρατικού μηχανισμού που αδυνατεί εδώ και 45 χρόνια να βρει μια λύση για όλους τους εμπλεκόμενους και κυρίως για την ίδια τη γειτονιά, που παρουσιάζει μέρα με τη μέρα σαφείς τάσεις φθοράς και παρακμής. Αλλά ας πάρουμε την ιστορία από την αρχή.

Η αρχή του προβλήματος

Τα πρώτα σπίτια πράγματι χτίστηκαν επί Οθωνα. H ιστορία βέβαια δεν ήταν τόσο ρομαντική όσο οι αφηγήσεις που άκουγε η κ. Γεράρδη μικρούλα. Οι εργάτες από την Ανάφη μην μπορώντας να βρουν σπίτια στην πανάκριβη τότε Αθήνα κατέληξαν στη ΒΑ πλαγιά του Βράχου. Εχτιζαν το κάθε σπίτι όλοι μαζί, με τον τρόπο που είχαν στο νησί τους, γρήγορα και κρυφά, κυρίως τη νύχτα, εκμεταλλευόμενοι νόμους που θα εμπόδιζαν την κατεδάφισή τους. Εξαρχής θεωρήθηκε αυθαίρετος οικισμός καταπατητών επειδή ήταν εντός αρχαιολογικού χώρου που περιβάλλει την Ακρόπολη. Στα αρχεία έχουν καταγραφεί διάφορες αντιδράσεις υπηρεσιακών παραγόντων που χαρακτήριζαν τον οικισμό «ρυπαρό, εκτός τόπου και προσβλητικό του αρχαίου κάλλους», αλλά επειδή στην Ελλάδα ουδέν μονιμότερον του προσωρινού, στα 80 σπιτάκια που είχαν ξεφυτρώσει, διατηρήθηκε για πάνω από έναν αιώνα κοινωνική ομογένεια και συνοχή. Παρότι ανέκαθεν υπήρχε ο φόβος της απαλλοτρίωσης, οι ιδιοκτήτες θεωρούσαν πως είναι κάτι μακρινό.

Οταν όμως το 1967 κάποιος ζήτησε άδεια για να κατασκευάσει μια τζαμαρία, πληροφορείται για πρώτη φορά επίσημα για τα σχέδια της κυβέρνησης: «Κατ’ εντολήν υπουργού θα κινηθεί διαδικασία εκκένωσης», γράφουν. Τους επόμενους μήνες στέλνονται ειδοποιητήρια και τα χρήματα της αποζημίωσης μπαίνουν στο Παρακαταθηκών και Δανείων. Εννέα σπίτια, από λάθος, τύχη (ή σύμφωνα με κάποιες καταγγελίες γειτόνων, χαριστικά) παρέμειναν ιδιωτικά. Πολλοί ιδιοκτήτες, όπως η οικογένεια της κ. Γεράρδη, αρνούνται τότε να εισπράξουν την αποζημίωση με την ελπίδα πως έτσι, η μεταγραφή δεν θα ολοκληρωνόταν – πράγμα που δεν ίσχυε, γιατί έπειτα από ένα διάστημα απλά έχασαν τα χρήματα.


Το σπιτάκι νούμερο 2 ακριβώς κάτω από τον Ιερό Βράχο.

Το σχέδιο του υπουργείου ήταν να κατεδαφίσει αρχικά την πρώτη σειρά σπιτιών  – ακριβώς κάτω από τον Βράχο για να αποκατασταθεί η διαδρομή του αρχαίου περιπάτου. Δέκα ιδιοκτήτες παρέδωσαν αμέσως τα κλειδιά, οι υπόλοιποι όμως αντιστέκονται με διάφορες δικαιολογίες: «Λόγω μεγάλης ηλικίας, κακής υγείας, άλλοι βρίζοντας ή βλασφημώντας», γράφει ο επόπτης που είχε αναλάβει να τους πείσει. Πήρε έξι χρόνια για να κατεδαφιστεί εκείνη η πρώτη σειρά σπιτιών (και άλλα 20 για να παραδοθεί η διαδρομή του αρχαίου περιπάτου).

Οι υπόλοιποι ιδιοκτήτες φοβούνταν πως ήταν θέμα χρόνου να κατεδαφιστούν και τα δικά τους απαλλοτριωμένα πλέον ακίνητα. Ξεκίνησε μια συντονισμένη αντίδραση από τους ίδιους αλλά και διάφορους φορείς – την Αρχιτεκτονική Σχολή και το ΕΜΠ, πολιτικούς και δημοσιογράφους. Ο τότε διευθυντής Ακροπόλεως κ. Δοντάς τους καθησύχαζε. Είχαν, τους έλεγε, κατεδαφιστεί τα απολύτως αναγκαία, ενώ υπεραμυνόταν της διατήρησης του υπόλοιπου οικισμού: «Είναι μνημεία λαϊκής αρχιτεκτονικής, θα ήταν πλήγμα για την Αθήνα να χαθούν», γράφει. Το όραμά του, όμως, για τα Αναφιώτικα, «ένα μνημειακό συγκρότημα με βάση τα όσα ισχύουν σε άλλα προηγμένα κράτη», ουδέποτε υλοποιήθηκε.

Οι «νεοφερμένοι»

Τις επόμενες δεκαετίες, με κάθε αλλαγή ηγεσίας στο υπουργείο, ξεκινούσε νέος κύκλος συζητήσεων ή διερεύνησης. Χτυπώντας τις πόρτες των σπιτιών προσπαθούσαν να καταγράψουν ποια κατοικούνται και από ποιους. Κάποια παρέμεναν άδεια, σε κάποια δεν τους άνοιγαν καν την πόρτα, κάπου έβρισκαν μέσα παλιούς ιδιοκτήτες, αλλού όμως άρχισαν να συναντούν νέα πρόσωπα. Κάποιοι από τους «νεοφερμένους» το είχαν νοικιάσει από τους παλιούς ιδιοκτήτες. Οπως ένας αρχιτέκτονας που από το 1979 το φρόντιζε με πραγματικό μεράκι και αγάπη σαν δικό του, επισκευάζοντάς το (παρά βέβαια τις προφορικές και γραπτές αντιρρήσεις του υπουργείου). Οπως ο ίδιος εξηγεί σε επιστολή του προς την αρμόδια υπηρεσία, όταν έμαθε το ιδιοκτησιακό καθεστώς, σταμάτησε να πληρώνει ενοίκιο στους πρώην ιδιοκτήτες. Αλλά ούτε έφυγε. Παρέμεινε εξαιρετικά ενεργός στα κοινά των Αναφιώτικων και όπως γράφει ένιωθε ευγνώμων για τα υπέροχα χρόνια που το υπουργείο τον άφησε να μείνει στη ρίζα της Ακρόπολης. «Στο μέλλον θα το παραλάβετε ανέπαφο και συντηρημένο, εφόσον δεν αποφασιστεί η κατεδάφισή του, πράγμα το οποίο απεύχομαι και ως Αθηναίος πολίτης θα πολεμήσω», τους γράφει.

Η μεγάλη ζήτηση και η αλλοπρόσαλλη πολιτική του κράτους

Στα αρχεία υπάρχουν δεκάδες αιτήσεις ξένων και Ελλήνων, που ζητούσαν άδεια απευθείας από το ίδιο το υπουργείο για να μείνουν σε κάποια από τα άδεια πλέον σπιτάκια. Αντίστοιχα, δεκάδες σημειώματα έβρισκαν κάτω από τις πόρτες τους και οι μόνιμοι κάτοικοι. Από τουρίστες, φοιτητές, αρχιτέκτονες, μηχανικούς που ήθελαν να μελετήσουν τον οικισμό ή από καλλιτέχνες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, αυτό μιας εικαστικού που αναζητούσε, όπως έγραφε, ένα ησυχαστήριο: «Ο φίλος μου κάνει βιτρό. Είμαστε καλά παιδιά. Και βιαζόμαστε!», στέλνει στο υπουργείο. Δεν της έδωσαν ποτέ άδεια, αλλά παρ’ όλα αυτά εκείνη έσπασε και άλλαξε το λουκέτο και εγκαταστάθηκε στο σπιτάκι νούμερο 2. Εφυγε έπειτα από μήνες με μεγάλη πίεση και τη βοήθεια της αστυνομίας. Παραπονέθηκε τότε έντονα πως στοχοποιούσαν εκείνη και όχι τους υπόλοιπους καταληψίες. Από το αρχείο δεν προκύπτει κάποια απάντηση στις καταγγελίες της και ακολουθούν δεκάδες απειλητικές επιστολές.

Το συγκεκριμένο σπίτι ανήκε στην οικογένεια του Δημήτρη Μαύρου. Στους φακέλους υπάρχουν πολλές επιστολές του από τη δεκαετία του ’60, που με ευγένεια ζητούσε έγκριση για διάφορες εργασίες. Μετά την απαλλοτρίωση το 1973, εισέπραξε το ποσό που του αναλογούσε και έφυγε. Η εγγονή του, βλέποντας το πατρικό του παππού της άλλοτε εγκαταλελειμμένο ή υπό κατάληψη (πέρα από την εικαστικό, είχαν μείνει αυθαίρετα και δύο φίλοι για πάνω από 10 χρόνια), ζήτησε την άδεια να μείνει η ίδια. «Σε περίπτωση που αποφασίσετε να το αξιοποιήσετε, δεσμεύομαι να φύγω χωρίς απαιτήσεις», διευκρινίζει. Η οικογένεια λέει σήμερα στην «Κ» πως το αίτημά τους ουδέποτε έγινε δεκτό.

Στο ίδιο σπίτι με αριθμό 2, είχε ζήτησε να μείνει και ο κ. Καραμολέγκος. Οταν το 2012 αρρώστησε, είχε μια τελευταία επιθυμία την οποία μοιράστηκε με το υπουργείο σε ένα δισέλιδο χειρόγραφο γράμμα: «Το μόνο που θέλω είναι να ζήσω, όσο μου μένει ακόμα, σε ένα μέρος λατρευτό και αγιασμένο όπως το μέρος που γεννήθηκα», τους έγραψε. Η σύζυγός του θυμάται πως ο τότε υπεύθυνος είχε συγκινηθεί: «Μας είχε υποσχεθεί πως θα έκανε ό,τι μπορούσε. Ηταν τέτοια η χαρά μας που του είχαμε πάρει δύο κρασιά για να τον ευχαριστήσουμε», θυμάται. Οι εβδομάδες όμως περνούσαν και δεν απαντούσε στο τηλέφωνο. Εμαθαν πως είχε συνταξιοδοτηθεί και ο διάδοχός του ήταν πολύ αυστηρός. «Μας είπε πως δεν χαρίζουν σπίτια. Μέχρι την ημέρα που πέθανε, ο σύζυγός μου επέστρεφε με βαριά καρδιά στην παλιά του γειτονιά. Για εκείνον ήταν μια Αμμόχωστος. Τουλάχιστον το δικό του σπίτι άρχισε να καταρρέει γρήγορα και δεν είδε κάποιον άλλον να μένει μέσα γιατί δεν θα το άντεχε», λέει σήμερα η κ. Καραμολέγκου.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα για τους παλιούς ιδιοκτήτες ήταν πως δεν υπήρχε συνέπεια ή συνέχεια στον τρόπο αντιμετώπισης των θεμάτων που προέκυπταν. Κάποιες φορές οι υπηρεσίες προσπαθούσαν ενεργά να διώξουν τους καταληψίες, άλλες φορές τούς αποδέχονταν με την προϋπόθεση πως θα κατέβαλλαν στο Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων ένα τέλος αυθαίρετης χρήσης (κάποιοι το έκαναν και κατέβαλλαν το ποσό των 5,93 ευρώ κάθε τρεις μήνες). Σε εσωτερική αλληλογραφία στο υπουργείο Πολιτισμού, κάποια στιγμή παραδέχονται πως η κατάσταση με τους καταληψίες τούς φέρνει «σε εξαιρετικά δύσκολη θέση (…) δεδομένου ότι έχουμε την ευθύνη του χώρου χωρίς να μπορούμε να παρέμβουμε για την αποκατάσταση της τάξης».

Κάποιοι πρώην ιδιοκτήτες βέβαια εξαγριώνονταν. «Οι παρανομούντες είναι οι πραγματικοί κερδισμένοι γιατί πολύ απλά είναι θρασύτατοι και εκμεταλλεύονται την αναλγησία του συστήματος», γράφουν, ζητώντας όλο και περισσότεροι την ανάκληση της απαλλοτρίωσης. Από τα έγγραφα προκύπτει πως κάποια στιγμή η ιδέα είχε συζητηθεί αλλά απορριφθεί, «για λόγους διασφάλισης κρατικού γοήτρου». Εκτοτε, η απάντηση που έδιναν στους πρώην ιδιοκτήτες ήταν πάντα αρνητική, χωρίς όμως ποτέ να εξηγούν το τι σκοπεύουν να κάνουν στα Αναφιώτικα.

Η πραγματικότητα είναι πως εδώ και 47 χρόνια ο σκοπός της απαλλοτρίωσης (όποιος κι αν ήταν αυτός) δεν έχει υλοποιηθεί. Οι διαρκώς λιγότεροι μόνιμοι κάτοικοι, περίπου 40 στον αριθμό, είτε πρώην ιδιοκτήτες ή «καταληψίες», είναι εκείνοι που συντηρούν και φροντίζουν τα σπίτια και τον περιβάλλοντα χώρο αποκλειστικά μόνοι τους.


Το 1996 το κράτος ξεκίνησε, στη θέση επτά σπιτιών που κατεδαφίστηκαν, την κατασκευή μουσείου. Η πολεοδομία σταμάτησε τις εργασίες, καθώς δεν υπήρχαν οι απαιτούμενες άδειες! Εμεινε το γιαπί να χάσκει. Δεξιά, κάτοψη του οικισμού.

Στην άκρη της γειτονιάς, ένα εγκαταλελειμμένο εργοτάξιο, γνωστό ως το «πολιτιστικό γιαπί», είναι η καθημερινή υπενθύμιση πως στα Αναφιώτικα ελάχιστα μπορούν να περιμένουν από το κράτος. Στη θέση επτά σπιτιών που είχαν κατεδαφιστεί, θα έφτιαχναν μουσείο με θέμα τη ζωή στην Αθήνα. Το 1996 ξεκίνησαν τις εργασίες, αλλά μέσα σε λίγους μήνες σταμάτησαν, όταν από την πολεοδομία διαπίστωσαν πως δεν υπήρχαν οι απαιτούμενες άδειες. «Είναι αδιανόητο να παρουσιάζονται καταστρατηγήσεις από τις ίδιες τις δημόσιες υπηρεσίες», γράφουν σε επιστολή προς στο υπουργείο. Το 1998 το ΚΑΣ αποφάσισε την οριστική διακοπή του έργου και έκτοτε, στο σημείο αυτό απ’ όπου περνούν καθημερινά εκατοντάδες τουρίστες, υπάρχει μια επικίνδυνη οικοδομή γεμάτη μπάζα και σκουπίδια. Πριν από δύο χρόνια διενεργήθηκε υγειονομική αυτοψία και στο υπηρεσιακό έγγραφο έκρουσαν τον κώδωνα του κινδύνου: «Εχει δημιουργηθεί ανθυγιεινή εστία (…) εστία ανάπτυξης εντόμων και τρωκτικών με δυσμενείς επιπτώσεις στην υγεία των κατοίκων και διερχομένων». Κατά καιρούς έχει γίνει προσπάθεια να καθαριστεί αλλά, σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ», το υπουργείο Πολιτισμού αδυνατεί. Το κονδύλι, λένε, είναι αποτρεπτικό.

Πηγή: kathimerini.gr