«Ανασκαφή» στις ψυχές κρατουμένων

175

Ηταν μια δύσκολη μέρα στη φυλακή Ιωαννίνων. Οπως κάθε μέρα άλλωστε, σπεύδει να διευκρινίσει η διευθύντρια των φυλακών Ελενα Αγαπητού, ξεκινώντας την αφήγηση μιας διαφορετικής ιστορίας. Το τηλέφωνό της χτύπησε και στην άλλη άκρη της γραμμής άκουσε με έκπληξη την ευγενική φωνή ενός άγνωστου σε εκείνη αρχαιολόγου. Είχε μια πρόταση να της κάνει. Της κίνησε αμέσως την περιέργεια και κανόνισε συνάντηση. Οταν της είπε πως με την ομάδα του ήθελαν να υλοποιήσουν στη φυλακή ένα βιωματικό σεμινάριο για την ιστορία της περιοχής, δέχθηκε αμέσως. Γρήγορα όμως ο ενθουσιασμός της αντικαταστάθηκε από αμφιβολίες: «Σε μια φυλακή, όπου οι άνθρωποι στερούνται την ελευθερία τους υπάρχει χώρος για ανακάλυψη και δημιουργία;» αναρωτιόταν. Ωστόσο, δεν έκανε πίσω. Και η ομάδα της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ιωαννίνων έπιασε δουλειά.

Οι αρχαιολόγοι Σοφία Κίγκα και Χρήστος Κλείτσας με τη συντηρήτρια Μελίνα Νάκα ξεκίνησαν να διαμορφώνουν ένα πρόγραμμα που πέρα από τα πρακτικά θέματα (περιορισμούς, θέματα ασφάλειας) έπρεπε να ανταποκρίνεται στη συγκεκριμένη ομάδα, στο ανύπαρκτο «μπάτζετ» (χρησιμοποίησαν υλικά που ήδη είχαν ή που μπορούσαν να αγοράσουν μόνοι τους χωρίς να επιβαρυνθεί η υπηρεσία), αλλά το κυριότερο: έπρεπε να βρουν δημιουργικούς τρόπους ώστε να μεταφέρουν στους έγκλειστους την εμπειρία ενός αρχαιολογικού χώρου χωρίς τη δυνατότητα μετάβασης σε αυτόν.

Οταν η ομάδα πέρασε την πόρτα της φυλακής πριν από ακριβώς δύο χρόνια ένιωθε ένα σφίξιμο. «Φόβο για το τι θα συναντήσουμε. Για τον χώρο αλλά και τους ανθρώπους», λέει στην «Κ» η κ. Κίγκα, που πρώτη φορά επισκεπτόταν φυλακή. Μαζί με τους συναδέλφους της έκαναν μια πρώτη γενική παρουσίαση για να δουν πόσοι από τους 120 κρατουμένους ενδιαφέρονταν. Τελικά δεκατρείς δήλωσαν συμμετοχή: Οκτώ Ελληνες, ένας Αλβανός, ένας Ρωσοπόντιος, ένας Ρομά και δύο Αρμένιοι – μαζί θα ερχόταν και ένας ακόμη Αρμένιος που δεν τον ενδιέφερε να παρακολουθήσει, αλλά δέχθηκε να βοηθήσει τους συμπατριώτες του μεταφράζοντας. «Συνειδητά δεν ξέραμε τα αδικήματα που είχαν διαπράξει, ώστε να μην μπούμε σε διαδικασία να τους κρίνουμε. Πάντως, γνωρίζοντάς τους, οποιαδήποτε γενικότερη προκατάληψη είχαμε, ξεπεράστηκε αμέσως» λένε στην «Κ». 

Στόχος του προγράμματος ήταν να δημιουργήσουν από κοινού μια μουσειοσκευή, ένα ξύλινο κουτί με τα πιο ενδιαφέροντα –γι’ αυτούς– κομμάτια από την όλη παρουσίαση που θα γινόταν.

Ενθουσιασμός

«Νιώθαμε πως ήταν ενθουσιασμένοι που θα τους ζητούσαμε τη γνώμη τους και βασικά που τους αφιερώναμε χρόνο», θυμάται η κ. Κίγκα. Ξεκίνησαν συζητώντας γενικά για την επιστήμη της αρχαιολογίας, για τις ανασκαφές, τη συντήρηση, την έκθεση, την ανάδειξη και προστασία των αρχαιοτήτων. Τους έκανε εντύπωση πως από την πρώτη στιγμή οι κρατούμενοι ήθελαν να μοιραστούν δικές τους εμπειρίες. Ενας κρατούμενος είχε δουλέψει στο παρελθόν σε αρχαιολογικό χώρο, κάποιος άλλος ήθελε να μιλήσει για μια δική του επίσκεψη που του θύμιζε παλαιότερες ευτυχισμένες στιγμές. Με υλικό από δύο βίντεο, περιηγήθηκαν ψηφιακά στον χώρο της Δωδώνης και στην αίθουσα του Αρχαιολογικού Μουσείου, κατασκεύασαν γύψινα αντίγραφα τριών χάλκινων αγαλματιδίων. Οσο δούλευαν με τον γύψο και χρωμάτιζαν, ξεκίνησαν να συζητούν – για τα παιδιά τους, τις οικογένειές τους, τη ζωή που άφησαν έξω.

Οι συναντήσεις ήταν πολλές φορές συναισθηματικά φορτισμένες. Μια μέρα ένας κρατούμενος είχε δικαστήριο και ζήτησε να επαναληφθεί η συνεδρία, κάποιος άλλος μεταφέρθηκε σε άλλη φυλακή και τους έστειλε μήνυμα πως στενοχωριόταν που δεν θα ολοκλήρωνε τα μαθήματα – τους υποσχέθηκε πως όταν αποφυλακιζόταν θα πήγαινε να δει τον αρχαιολογικό χώρο από κοντά. Ακόμα και ο μεταφραστής ζήτησε τελικά να συμμετέχει και εκείνος κανονικά. «Φαίνεται πως ήταν για εκείνους ένας τρόπος διαφυγής από την καθημερινότητα», εξηγεί η κ. Κίγκα.

Ισως η πιο έντονη στιγμή για όλους ήταν η συμβολική αναφορά στα μολύβδινα χρηστήρια της Δωδώνης, στα οποία αποτυπώνονταν οι ερωτήσεις των προσκυνητών προς το μαντείο. Η αρχική ιδέα ήταν οι κρατούμενοι να γράψουν μια δική τους ερώτηση για την οποία θα ήθελαν την απάντηση του μαντείου. Οταν σχεδίαζαν αυτό το κομμάτι, οι αρχαιολόγοι φοβόντουσαν το κατά πόσον θα έβρισκαν ανταπόκριση και πράγματι, δύο συμμετέχοντες αρχικά απέρριψαν την ιδέα, ως παιδική. Την τελευταία ημέρα όμως ζήτησαν και εκείνοι να γράψουν.

Το Μαντείο της Δωδώνης έγινε δέκτης των προβλημάτων του καθενός. Αλλοι αναρωτήθηκαν «εάν θα αποφυλακιστώ σύντομα» ή «πόσα χρόνια θα μου ρίξουν στο δικαστήριο». Εξέφρασαν την ελπίδα «πότε στη Δικαιοσύνη θα υπάρξει θεός» ή βαθύτερες προσωπικές τους αγωνίες: «Θα ήθελα να μάθω και να ξέρω το πόσο πολύ με αγαπάνε αυτοί εκεί έξω». Ολα αυτά μαζί με υλικό της επιλογής τους, μπήκαν στη μουσειοσκευή που έφυγε από τη φυλακή για να ταξιδέψει εκεί όπου οι ίδιοι οι κρατούμενοι επιθυμούν να φτάσει. Πρώτος σταθμός, εκτός απροόπτου, ένα οικοτροφείο στα Γιάννενα. 

Πηγή: kathimerini.gr