Το φαινόμενο των δρόμων στη… μέση του πουθενά

216

Να ξεμπλέξει το κουβάρι της νομοθεσίας για τις δημοτικές οδούς φιλοδοξεί το υπουργείο Περιβάλλοντος. Στόχος είναι να περιοριστούν σημαντικά τα επόμενα χρόνια η εκτός σχεδίου δόμηση και η διάνοιξη οδών που οδηγούν «στη μέση του πουθενά», χωρίς να αποκλειστεί βέβαια η δημιουργία νέων οδών βάσει σχεδιασμού, όπως ζητεί εδώ και χρόνια η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Το υπουργείο προσανατολίζεται στη δημιουργία δύο κατηγοριών τοπικών οδών, εκείνες που θα συνδέονται με τη δόμηση δίνοντας «πρόσωπο» σε ένα οικόπεδο και εκείνες που απλώς θα συνδέουν δύο περιοχές, χωρίς να δίνουν δικαίωμα δόμησης σε παρόδιες ιδιοκτησίες.

Από τη νομοθεσία μας, ένας ιδιώτης απαγορεύεται να «ανοίξει» έναν δρόμο, απλά και μόνο για να εξυπηρετήσει την ιδιοκτησία του (εξαιρούνται οι αγροτικοί δρόμοι) ή να χτίσει. Hδη, από το 1923-4 (και τους πρώτους νόμους για τη δόμηση σε περιοχές εκτός σχεδίου) ορίζεται ότι ένα χωράφι μπορεί να γίνει οικοδομήσιμο όταν έχει «πρόσωπο» κοινόχρηστο χώρο (δρόμο) νομίμως υφιστάμενο, που δεν θα έχει προκύψει από ιδιωτική βούληση. «Στην πράξη υπάρχει μεγάλη σύγχυση», εξηγεί στην «Κ» η Μάρθα Χουσιανάκου, πολεοδόμος με μεγάλη εμπειρία σε πολεοδομικά σχέδια. «Κάποιοι υποστηρίζουν ότι μόνο οι προϋφιστάμενες του 1923 οδοί είναι νόμιμες, κάτι βέβαια που δεν έχει λογική, να μην μπορεί να διανοιχθεί νόμιμος δρόμος για έναν αιώνα. Κάποιοι άλλοι ανοίγουν δρόμους για τα οικόπεδά τους και τoυς παραχωρούν κατά κυριότητα στους δήμους, ζητώντας να χαρακτηριστούν κοινόχρηστες δημοτικές οδοί. Και αυτό βέβαια δεν θα έπρεπε να επιτρέπεται, γιατί μετά κατά μήκος αυτού του δρόμου γίνονται κατατμήσεις των οικοπέδων για να χτιστούν. Η δημοτική οδός πρέπει να έχει έναν ευρύτερο χαρακτήρα, όχι να εξυπηρετεί μια μονάδα. Επιπλέον, κάτι που πολλοί δεν γνωρίζουν, η νομοθεσία έδινε δυνατότητα σε μια κοινοτική οδό ανά δήμο να ισχύουν οι παρεκκλίσεις στην αρτιότητα (στην εκτός σχεδίου κατ’ ελάχιστο 4 στρέμματα), κάτι που στην πράξη έχει καταστρατηγηθεί».

«Σύμφωνα με τον “Καλλικράτη” η αρμοδιότητα αναγνώρισης μιας κύριας δημοτικής οδού ασκείται από τον συντονιστή της Αποκεντρωμένης Διοίκησης. Ωστόσο, σύμφωνα με τη νομολογία του ΣτΕ, το οδικό δίκτυο οφείλει να υπόκειται σε συνολικό σχεδιασμό, αρμοδιότητα που πρέπει να ασκείται από τα κεντρικά, επιτελικά όργανα της διοίκησης», αναφέρει η Δάφνη Μανουσαρίδη, πολεοδόμος στην εταιρεία «Ρόικος Σύμβουλοι Μηχανικοί». «Στις υπηρεσίες δόμησης δεν έχει δοθεί κάποια κατευθυντήρια οδηγία και η συνήθης πρακτική των υπηρεσιών είναι να προβαίνουν στην έκδοση αδειών δόμησης δεχόμενες αποφάσεις χαρακτηρισμού δημοτικών οδών οι οποίες έχουν δημοσιευθεί σε ΦΕΚ».

Το 2018, το Συμβούλιο της Επικρατείας με σειρά αποφάσεών του διευκρίνισε αρκετά ζητήματα σχετικά με το οδικό δίκτυο στις εκτός σχεδίου περιοχές. Οπως προ ημερών ανέφερε ο Δημήτρης Πυργάκης, πάρεδρος στο ΣτΕ, σε εκδήλωση της Επιστημονικής Εταιρείας Δικαίου Πολεοδομίας και Χωροταξίας, το ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο έχει επανειλημμένως κρίνει ότι η «αναγνώριση» δημοτικής οδού έχει σοβαρές συνέπειες στην πολεοδομική και χωροταξική διαρρύθμιση της περιοχής και συνεπώς «το ζήτημα δεν μπορεί να επιλύεται επ’ ευκαιρία συγκεκριμένης υποθέσεως, αλλά πρέπει να συνδέεται με συνολικό σχεδιασμό». Ωστόσο, πέρυσι το ΣτΕ «έβαλε νερό στο κρασί του», κρίνοντας ότι μέχρι ο σχεδιασμός αυτός να ολοκληρωθεί, «είναι ανεκτή η κατά περίπτωση αναγνώριση δημοτικών οδών με πράξη του αρμόδιου οργάνου πολεοδομικού σχεδιασμού». Η νομολογία του ΣτΕ υποστηρίζει σταθερά ότι σύμφωνα με το Σύνταγμα η δόμηση σε εκτός σχεδίου περιοχές επιτρέπεται μόνο κατ’ εξαίρεση, υπό όρους και περιορισμούς.

Το πολιτικό κόστος

Υπό την έννοια αυτή, η πρώτη, βασική κίνηση στην οποία θα έπρεπε το υπουργείο Περιβάλλοντος να προχωρήσει θα ήταν η κατάργηση των παρεκκλίσεων (στις αρτιότητες) για τις εκτός σχεδίου περιοχές. Ομως, ούτε κι αυτή η κυβέρνηση (όπως και όλες οι προηγούμενες) φαίνεται διατεθειμένη να διακινδυνεύσει το πολιτικό κόστος που αυτή η απόφαση συνεπάγεται, παρά το σημαντικό όφελος για το σύνολο μακροπρόθεσμα. Αυτό που το υπουργείο Περιβάλλοντος θα «ανοίξει» είναι το θέμα των δρόμων. «Σκεφτόμαστε να αναθέσουμε μικρές μελέτες ανά δήμο ή περιφερειακή ενότητα, που θα καταγράφουν και θα κατηγοριοποιούν τους υφιστάμενους δρόμους», λέει στην «Κ» ο υφυπουργός Δημήτρης Οικονόμου. «Θα υπάρχουν δύο κατηγορίες δημοτικών οδών: εκείνες που θα δίνουν τη δυνατότητα δόμησης και εκείνες που μόνο θα συνδέουν δύο περιοχές, χωρίς οι παρόδιοι να μπορούν να χτίσουν. Παράλληλα, θα τεθούν κριτήρια για τη διάνοιξη νέων δρόμων, τα οποία σήμερα βρίσκονται υπό συζήτηση: ποιος θα είναι υπεύθυνος για τη διαδικασία και πώς θα αποδεικνύεται η ανάγκη δημιουργίας μιας νέας οδού. Επίσης εξετάζουμε αν η διαδικασία θα χρειάζεται στρατηγική μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Το ζητούμενο είναι να αντιμετωπίσουμε γρήγορα τη διάνοιξη νέων δρόμων και μέσω αυτού να περιορίσουμε σταδιακά και την εκτός σχεδίου δόμηση. Ταυτόχρονα, όμως, πρέπει να υφίσταται μια διαδικασία, προκειμένου να διανοιχθεί μια νέα πρόσβαση όποτε υπάρχει μια ανάγκη ή κρίνεται απαραίτητο. Προφανώς η σημασία της “απόληξης” του δρόμου θα πρέπει να παίζει ρόλο: αν θα εξυπηρετεί την πρόσβαση σε μια παραλία ή έναν αρχαιολογικό χώρο, ή αν θα εξυπηρετεί μια νέα μεγάλη επένδυση. Σήμερα έχουμε ΕΣΧΑΔΑ υπό έγκριση (σ.σ. μεγάλες ιδιωτικές τουριστικές πολεοδομήσεις) και δεν μπορούμε με την υφιστάμενη νομοθεσία να τους δώσουμε πρόσβαση. Δεν θα πρέπει πια να διανοίγονται δρόμοι απλά και μόνο για να χτίσει ένας άνθρωπος στην ιδιοκτησία του. Θα δώσουμε λοιπόν συγκεκριμένα κριτήρια».

Πηγή: kathimerini.gr