Ο ευγενικός, γενναιόδωρος Γιάννης Σπανός

196

«Δεν κοιτάζω παλιές φωτογραφίες, ούτε διαβάζω τι έγραφαν για εμένα. Θέλω να ζω ό,τι συμβαίνει γύρω μου. Να νιώθω το σήμερα», έλεγε πριν από δύο χρόνια ο Γιάννης Σπανός, που έφυγε από τη ζωή πριν από μία εβδομάδα, στα 85 του χρόνια.

Οι ιστορίες του είχαν πάντοτε ενδιαφέρον. Οσα έζησε, εκείνα τα 15 χρόνια στο Παρίσι, ως ακομπανιατέρ τροβαδούρων της αριστερής όχθης του Σηκουάνα, δίπλα στην Κόρα Βοκέρ για αρχή, έπειτα με τον πολυσχιδή Σερζ Γκενσμπούργκ κ.ά. Αλλά και τα δημιουργικά χρόνια με την επιστροφή του στην Ελλάδα. Ομως, όταν στις συνεντεύξεις «σκάλιζες» τις αναμνήσεις του, σου τις έλεγε βιαστικά, σχεδόν με συστολή και αμηχανία.

Ο γενναιόδωρος και πάντα ευγενικός, ταλαντούχος Γιάννης Σπανός, δεν θάμπωνε στις κολακείες, ούτε του άρεσε η νοσταλγία. «Δεν κοιτάζω παλιές φωτογραφίες, ούτε διαβάζω τι έγραφαν για εμένα. Θέλω να ζω ό,τι συμβαίνει γύρω μου. Να νιώθω το σήμερα» μου είχε πει πριν από δύο χρόνια, καθώς του ζητούσα να διηγηθεί κάτι περισσότερο απ’ όσα έζησε στο Παρίσι, με τη μούσα του υπαρξισμού Ζιλιέτ Γκρεκό, την τραγουδίστρια και ηθοποιό φίλη του Πία Κολόμπο, αλλά και τη διάσημη, απρόσιτη Μπαρντό, που τραγούδησε τόσο αισθησιακά, το 1962, το τραγούδι του «Sidonie», στην ταινία «Vie Privee» του Λουί Μάλ, δίπλα στον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι.  Και όμως: «Πάνε όλα αυτά» απαντούσε ο Γιάννης Σπανός.

Οταν, όμως, σου μιλούσε για τα φυτά του, δεν τον σταματούσες. «Εχω ένα μεγάλο κήπο με… λίγο σπίτι» μου είχε πει σε άλλη συνέντευξη το 2010, παροτρύνοντάς με να τον επισκεφθώ στο Κιάτο, για να μου δείξει τον «βοτανικό» του κήπο, όπως τον αποκαλούσε. Αφορμή της συνέντευξης, τότε, ήταν η συναυλία για τα 50 του χρόνια στο ελληνικό τραγούδι, που γιόρτασε στο Καλλιμάρμαρο, με τον Λευτέρη Παπαδόπουλο. Ακόμη και τότε μιλούσε για τα φυτώρια της Πελοποννήσου, της Αττικής και της Βοιωτίας, όπου τον γνώριζαν όλοι. «Λατρεύω τα φυτά, από τα πιο ταπεινά έως τα πιο εξεζητημένα». Μάλιστα τα φύτευε δίπλα δίπλα, «για δημοκρατικούς λόγους» όπως αστειευόταν. Είχε ένα υποδόριο, υπονομευτικό χιούμορ. Να ακόμη ένα στοιχείο που τον ένωνε με την πίστη του φίλη, την Αρλέτα.

Μεταμορφωνόταν όταν μιλούσε για τις μπιγκόνιες και τα γιασεμιά του, τα αρωματικά βότανα, τα φορτωμένα με λουλούδια παρτέρια, τα δένδρα, τις πολύχρωμες μπουκαμβίλιες, 1.000 και πλέον, τα μετρούσε, έβαζε και ταμπελάκια. Και, βέβαια, τις τριανταφυλλιές. Αν του έλεγες ότι κάτι δεν πάει καλά με τις δικές σου, απαντούσε με τη θεραπεία τους. Τα φυτά και η μουσική «δεν είναι χόμπι αλλά τρόπος ζωής».

Τώρα, όπως συμβαίνει όταν «φεύγει» από τη ζωή ένας δημιουργός, ανακαλύπτουμε το έργο του. Τραγούδια που είχαμε ξεχάσει ότι ήταν δικές του επιτυχίες, κι άλλα που δεν είχαμε ταυτίσει μαζί του, ακούγονται πάλι στο ραδιόφωνο. Ο Μανώλης Μητσιάς το είχε πει πολλές φορές, ότι αγαπάμε τις επιτυχίες που έγραψε, χωρίς να γνωρίζουμε ότι είναι δικές του. «Θα βαριόμουν αν έμενα σε ένα είδος τραγουδιού» απαντούσε εκείνος.

Τελειώνοντας το γυμνάσιο, ταξίδεψε στο εξωτερικό με παρότρυνση του πατέρα του, οδοντιάτρου στο Κιάτο. Το Παρίσι ξεμυάλισε τον 20χρονο νεαρό. Παρ’ όλα αυτά, «του έκανα το χατίρι να περάσω στη Νομική», αλλά η αριστερή όχθη του Σηκουάνα ήταν ξελογιάστρα για έναν ταλαντούχο μουσικό. «Δούλευα ως ακομπανιατέρ και λάτρεψα τις μπουάτ της αριστερής όχθης, διδάχθηκα την απλότητα των μεγάλων, είδα πώς σέβονταν ένα ταλέντο». Ο Σερζ Ρετζιανί και η Μπαρμπαρά έγιναν φίλοι του. «Στη Γαλλία ήμασταν όλοι πολύ κοντά». Η  Ζιλιέτ Γκρεκό ηχογράφησε 20 τραγούδια του, η Πία Κολόμπο, ο Μπρασένς, «η Μπριζίτ Μπαρντό, που επίσης είπε τέσσερα, ήταν διαφορετικοί άνθρωποι. Αυτό το τουπέ που βλέπω σήμερα δεν το καταλαβαίνω. Θυμάμαι ένα τραπέζι στο σπίτι της Γκρεκό, που ήταν δίπλα μου η Φρανσουάζ Σαγκάν και ο Μισέλ Πικολί και δεν ήξερα πώς να συμπεριφερθώ με τα πιρούνια. Επαρχιώτης πάντα. Ακόμη γελάω».

Η Ελλάδα τον κέρδισε σιγά  σιγά. «Είχα πάντα μαζί μου τον δίσκο του Μάνου Χατζιδάκι “Πασχαλιές από τη νεκρή γη”. Οταν άρχισα τα καλοκαίρια να γράφω δίσκους εδώ, ξεκίνησα στον δρόμο του “Νέου κύματος”. Εγώ, ο Μαυρουδής, ο Ζωγράφος και άλλοι είμαστε κάτω από τη σκιά των Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Ξαρχάκου. Ετσι πρωτογράφτηκαν το “Μια φορά θυμάμαι” που είπε η Αρλέτα, το “Μια αγάπη για το καλοκαίρι” με τον Γ. Παπαστεφάνου». Ηταν ακόμη τα χρόνια που ο Παπαστεφάνου υπέγραφε τους στίχους του ως “Στεφάνου”».

Ο Γιάννης Σπανός έγραψε και ωραία λαϊκά τραγούδια. «Η λαϊκή μου πλευρά βγήκε στην επιφάνεια μετά το “νέο κύμα”, όταν γνώρισα τον Λευτέρη Παπαδόπουλο. Ετσι συνεργάστηκα με τον Μπιθικώτση, τη Μοσχολιού, τον Κόκοτα, ήμουν γενικά πολύ τυχερός». Από ένα στοίχημα ξεκίνησε, όταν ο «πρόεδρος» τον πείραξε αν μπορούσε να γράψει λαϊκά τραγούδια. Να πώς γεννήθηκε το «Μια Κυριακή, ποιος το περίμενε πως θα’ ναι Κυριακή», των δυο τους, που τραγούδησε ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Κι έπειτα το «Σαββατόβραδο», «Τα χέρια», «Διώξτε τον τρελό», «Δεν το μπορείς» με τις φωνές της Βίκυς Μοσχολιού και του Σταμάτη Κόκοτα, οι «Κυριακές στην Κατερίνη» με τη Χαρούλα Αλεξίου, η λογοκριμένη στιβαρή «Αλάνα» που τραγούδησε, εντέλει, στο τέλος της δεκαετίας του ’70 ο Γιώργος Νταλάρας, το «Επειδή σ’ αγαπώ» ο Μανώλης Μητσιάς, και πόσα ακόμη.

«Η εποχή μας είναι άμουση, με έντονη δόση τεχνολογίας» είχε πει, εξαιρώντας, τους Μαχαιρίτσα, Κατσιμιχαίους, Θαλασσινό, που άλλαξαν τον ήχο της δεκαετίας του ’80. «Σήμερα δεν χρειάζεται ταλέντο για να γράψεις ένα τραγούδι, αλλά ικανότητα να θυμίζεις το προηγούμενο». Θεωρούσε ότι το ελληνικό τραγούδι «είναι σε αδιέξοδο». «Λείπουν οι εταιρείες και κυρίως οι εμπνευσμένοι παραγωγοί. Ο Πατσιφάς και ο Λαμπρόπουλος ήταν όλο το ελληνικό τραγούδι. Ημουν τυχερός που συνεργάστηκα και με τους δύο». Είχε όμως καλά λόγια για ό,τι καλό τον ξάφνιαζε. Οπως όταν άκουσε τη Γιώτα Νέγκα να τραγουδά το «Με τα μάτια κλειστά» του Παναγιώτη Καλαντζόπουλου.

Του άρεσε, επίσης, η αυθεντική παρακμή των περιθωριακών χώρων, τα μικρά μπαρ, τα στέκια. «Δεν έχω στεγανά για το τι θα ακούσω ή πού θα πάω. Μπορεί να είναι μια πρεμιέρα ενός σοβαρού έργου, μπορεί κι ένα σκυλάδικο. Οταν είναι γνήσια τα λατρεύω». Δεν είχε μεγαλομανίες, η απλότητα ήταν η μαεστρία του. «Δεν θα σηκώσω ποτέ τα χέρια μου να διευθύνω ένα ζεϊμπέκικο». Το θεωρούσε αστείο. «Τι κακό είναι πια αυτό να θέλουν όλοι να διευθύνουν;».

Πηγή: kathimerini.gr