Αίγλη Ζαφειράκου: Μέτρα ανύψωσης του δημόσιου σχολείου

189

Η πρόκληση για την εκπαίδευση στην Ελλάδα δεν είναι τόσο η υποχρηματοδότησή της, όσο η αναποτελεσματικότητά της, δηλαδή η χαμηλή ποιότητα των εκπαιδευτικών υπηρεσιών σε σύγκριση με τους προσφερόμενους πόρους (ανθρώπινο δυναμικό, υποδομές, χρηματοδότηση).

Η χρηματοδότηση της εκπαίδευσης περιλαμβάνει τόσο τη δημόσια δαπάνη όσο και την επιπλέον επένδυση των νοικοκυριών για την αγορά αγαθών και υπηρεσιών (φροντιστήρια, ιδιωτικά σχολεία, βιβλία και άλλα). Η ιδιωτική χρηματοδότηση παρέμεινε σχεδόν σταθερή παρά την κρίση, τουλάχιστον μέχρι το 2013, (στοιχεία ΚΑΝΕΠ/ΓΣΣΕ 2014). Αυτό σημαίνει ότι τα νοικοκυριά στην προσπάθειά τους να αγοράσουν εκπαιδευτικά αγαθά, μείωσαν την αγορά άλλων βασικών αγαθών (ένδυση, τρόφιμα, υγεία κ.ά.)!

Πρόσφατες εκθέσεις (της ΑΔΙΠΠΔΕ, της έκθεσης παρακολούθησης της εκπαίδευσης και της κατάρτισης, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της PISA) επιβεβαιώνουν ότι ενώ η συνολική χρηματοδότηση της εκπαίδευσης στην Ελλάδα δεν υπολείπεται άλλων οικονομικά όμοιων χωρών, εντούτοις τα σχολικά αποτελέσματα είναι πενιχρά.

Η ετήσια έκθεση της ΑΔΙΠΠΔΕ (2019) περιγράφει μια ανησυχητική κατάσταση: στη Νεοελληνική Γλώσσα το 7,1% των μαθητών γενικού λυκείου έχει βαθμολογηθεί κάτω από τη βάση κατά το σχολικό έτος 2017-2018. Πολύ χειρότερη είναι η κατάσταση στη Φυσική, όπου ο ένας στους δύο (48,4%) βαθμολογήθηκε κάτω από τη βάση. Επίσης, άσχημη είναι η εικόνα των επιδόσεων στα Μαθηματικά: στην Αλγεβρα κάτω από τη βάση είχε το 38,9% και στη Γεωμετρία το 44%.

Επιπλέον, ένας στους πέντε μαθητές της Β΄ τάξης των επαγγελματικών λυκείων (20,4%) πήρε κάτω από τη βάση στη Νεοελληνική Γλώσσα και πάνω από τους μισούς στα Μαθηματικά (το 52,7% στην Αλγεβρα και το 51,3% στη Γεωμετρία). Απογοητευτικά είναι τα ποσοστά και στη Φυσική και στη Χημεία (κάτω από τη βάση 41% και 40,8%, αντίστοιχα).

Ακόμα χειρότερα, παρατηρούμε φαινόμενα εσωτερικής και γεωγραφικής παγίωσης των ανισοτήτων. Μόνο ένας μικρός αριθμός μαθητών με τις χαμηλότερες επιδόσεις καταφέρνει να μετακινηθεί σε κατηγορίες υψηλότερων επιδόσεων, κάτι που επιτεύχθηκε με επιτυχία σε άλλες χώρες (World Bank, 2015). Αποτυπώνονται επίσης μεγάλες γεωγραφικές ανισότητες, που δεν φαίνεται να μειώνονται – π.χ. στην ετήσια έκθεση του ΚΑΝΕΠ/ΓΣΕΕ (2016).

Λαμβάνοντας υπόψη τη δυσβάσταχτη, συμπληρωματική επένδυση των νοικοκυριών σε εκπαιδευτικά αγαθά εκτός δημοσίου σχολείου, η πιο δίκαιη, φιλολαϊκή πρωτοβουλία που μια κυβέρνηση μπορεί να πάρει είναι ένα πλέγμα πολιτικών για τη βελτίωση των επιδόσεων των μαθητών στο δημόσιο σχολείο, με έμφαση στη Γλώσσα, στα Μαθηματικά και στις Θετικές Επιστήμες. Αυτό απαιτεί ένα εθνικό όραμα με συγκεκριμένους, μετρήσιμους στόχους.

Η επόμενη εθνική στρατηγική θα πρέπει να έχει ως κέντρο τη σημαντική βελτίωση των επιδόσεων όλων των μαθητών στα βασικά κυρίως γνωστικά πεδία, αλλά και την απόκτηση γνώσεων και δεξιοτήτων για τον 21ο αιώνα, για όλους τους μαθητές και όχι μόνο για τους λίγους. Ως ενδεικτικός δείκτης μέτρησης μπορεί να ληφθεί ο βαθμός βελτίωσης των επιδόσεων σε επιλεγμένα γνωστικά πεδία που έχουν επιλεγεί στοv Στόχο Εκπαίδευση των Στόχων Βιώσιμης Ανάπτυξης (SDG) του ΟΗΕ για το 2030.

Η αισθητή βελτίωση των επιδόσεων των μαθητών θα δώσει μεγάλη ανάσα στις οικονομικά ασθενέστερες οικογένειες. Αλλά η ανύψωση του δημόσιου σχολείου δεν θα επέλθει με αποσπασματικά μέτρα ή γενικές διακηρύξεις για στόχους που κανείς δεν μπορεί να παρακολουθήσει και να αξιολογήσει.

Στον 21ο αιώνα, οι πολίτες δικαιούνται ολοκληρωμένο εθνικό σχεδιασμό με μετρήσιμους στόχους, κοστολογημένες δράσεις και εξασφαλισμένους πόρους.

Ο εθνικός σχεδιασμός για την Εκπαίδευση 2030 στην Ελλάδα πρέπει να στηρίζεται στις παρακάτω συνθήκες:

1. Εμπνευση από τους νέους στόχους για την Εκπαίδευση του ΟΗΕ.

2. Βελτίωση των βασικών γνώσεων και δεξιοτήτων και μείωση των εσωτερικών ανισοτήτων: Τι πρέπει να γνωρίζουν όλοι οι μαθητές και ποιες βασικές δεξιότητες πρέπει να έχουν; Αυτοί είναι ενδεικτικοί και εύκολα μετρήσιμοι στόχοι, σε αντίθεση με κοινωνικο-συναισθηματικές δεξιότητες, ανθρωπιστικές και άλλες αξίες, που παρότι εξέχουσας σημασίας δεν είναι εύκολο να μετρηθούν.

3. Αμεση σύνδεση της εκπαίδευσης και έρευνας με την παραγωγή και τους εθνικούς αναπτυξιακούς στόχους, ιδιαίτερα τη βιώσιμη ήπια ανάπτυξη και την Τέταρτη Βιομηχανική Επανάσταση.

4. Χρήση των μεγάλων δεδομένων (big data): Στήριξη σε μελέτες του εκπαιδευτικού συστήματος και της συνεισφοράς του στη βελτίωση του ανθρωπίνου κεφαλαίου στην Ελλάδα, σε αναλύσεις των σχολικών αποτελεσμάτων, των δημογραφικών τάσεων κ.ά.

5. Προσεκτικός και λεπτομερής σχεδιασμός: Η εκάστοτε κυβέρνηση και το υπουργείο Παιδείας, μέσω ειλικρινούς διαβούλευσης, πρέπει να σχεδιάσουν και να υλοποιήσουν τη στρατηγική της βελτίωσης των σχολικών αποτελεσμάτων και της μείωσης των πολλαπλών ανισοτήτων, να επιβραβεύουν τα σχολεία που βελτιώνονται, και να προετοιμάσουν δράσεις ενίσχυσης των σχολείων που μένουν πίσω, σε όλες τις βαθμίδες, από το νηπιαγωγείο μέχρι το γενικό και το επαγγελματικό λύκειο και το πανεπιστήμιο. Η πρόσβαση χωρίς ποιότητα υπονομεύει την ισότητα των ευκαιριών. Οπως σημειώνει η Παγκόσμια Τράπεζα στη φετινή έκθεση «Ending Learning Poverty. What will take?», η ανάπτυξη, η πρόοδος και η ευημερία κάθε χώρας εξαρτώνται από τη βελτίωση της ζωής όλων και όχι των λίγων.

* Εμπειρογνώμων Εκπαιδευτικών Στρατηγικών και Πολιτικών, σύμβουλος της Παγκόσμιας Τράπεζας, υποψήφια στις ευρωεκλογές με το Κίνημα Αλλαγής -ΠΑΣΟΚ.

Πηγή: kathimerini.gr