Ορειβατική ορολογία. Η αργκό των ορειβατών

317

Πόσες φορές δεν ακούσατε σε ορειβατικές συζητήσεις ή δε διαβάσατε σε ορειβατικά περιοδικά, βιβλία και άρθρα, λέξεις όπως «κρεβάς», «κούκος», «ορθοπλαγιά», «πλάκα», «σάρα», «χτένι», «ώμος» κλπ;

Λέξεις που σας είναι ή τελείως άγνωστες ή αποκτούν ένα περιεχόμενο που σας διαφεύγει. Δεν είναι τίποτα περισσότερο, από αυτό που θα αποκαλούσαμε «ορειβατική ορολογία», μια «αργκό» των ορειβατών δηλαδή, που τους δίνει τη δυνατότητα να κατανοούν και να περιγράφουν, τα διάφορα χαρακτηριστικά ενός βουνού ή μιας διαδρομής (πεζοπορικής, ορειβατικής ή αναρριχητικής), έτσι ώστε να μπορούν να συνεννοούνται μεταξύ τους. Κάποιες από αυτές είναι γαλικές (πιλιέ, κρεβάς κ.α.) αφού δεν υπάρχουν αντίστοιχες ελληνικές. Ας δούμε λοιπόν ποιες είναι αυτές οι λέξεις και τη σημασία τους. Φυσικά υπάρχουν αρκετές ακόμα, αλλά αυτές είναι οι βασικές.

  1. Αρνητικό: Ένα επίπεδο κομμάτι βράχου, με κλίση προς τα έξω.
  2. Γιδόστρατα: Στενό μονοπάτι που το δημιουργούν ζώα (συνήθως κατσίκια). Έχουν την εκνευριστική ιδιότητα να σε αναγκάζουν να σκύβεις, αφού τα κατσίκια δε μπορούν να μασουλήσουν τη ψηλότερη βλάστηση.
  3. Διάσελο: Το χαμηλότερο σημείο μεταξύ δυο κορυφών. Φτάνεις εκεί σχεδόν πάντα ιδρωμένος και αυθόρμητα σταματάς για στάση που ποτέ δεν κρατά πολύ. Στα διάσελα σχεδόν πάντα φυσάει.
  4. Δίεδρο: η γωνία που σχηματίζουν δυο σχετικά επίπεδα κομμάτια βράχου. Μπορεί να είναι λίγα μέτρα ή ακόμα και να διασχίζει ολόκληρη ορθοπλαγιά (π.χ. Δίεδρο της Σχοιζοφρένειας στα Μετέωρα).
  5. Δολίνη/πόλγη: Τοποθεσία λίγων τετραγωνικών, έως πολλών στρεμμάτων, περίκλειστη από υψώματα και με επίπεδο πολλές φορές πυθμένα, όπου τα νερά απορρέουν υπόγεια.
  6. Δόντι: Μια απότομη και μυτερή, βραχώδης κορυφή.
  7. Ζωνάρι: Ένα σχετικά ομαλό κομμάτι πλαγιάς, που διασχίζει οριζόντια μια απότομη πλαγιά ή μια ορθοπλαγιά. Π.χ. τα Ζωνάρια του Μύτικα, το ζωνάρι στην ορθοπλαγιά της Συκιάς, η Σκάλα του Σταμάτη στα Τζουμέρκα. Από μακριά πολλές φορές φαίνεται τρομακτικό, αλλά συνήθως αποτελούν τη μόνη επιλογή για να περάσεις.
  8. Καγκέλια: Καγκέλι σημαίνει γύρισμα. Στο μονοπάτι εννοούμε τις απότομες στροφές (φουρκέτες), που «σπάνε» την κλίση. Ποτέ μην αγνοείς τα καγκέλια, ειδικά στα πανηγύρια.
  9. Κορνίζα: Χιόνι που σχηματίζει εξώστη, πάνω από ένα γκρεμό. Κάποια στιγμή γκρεμίζεται. Πολύ επικίνδυνο σημείο, στο οποίο ποτέ δεν πρέπει να πατάμε. Χαρακτηριστικές κορνίζες που σχηματίζονται κάθε χειμώνα: κορυφή Γκαμήλας, Νεραϊδόραχη Χελμού κ.α.
  10. Κορυφή: απλά, μια κορυφή.
  11. Κορυφογραμμή: η νοητή γραμμή που ενώνει τις κορυφές ενός βουνού, περνώντας ενδιάμεσα από τα διάσελα που τις χωρίζουν. Διάσημες κορυφογραμμές: Νότια των Βαρδουσίων, Ταϋγετου κ.α.
  12. Κούκος: Λίγες πέτρες τοποθετημένες η μια πάνω στην άλλη, συνήθως πάνω σε ένα βράχο. Ο πιο «καθαρός τρόπος» να σημαδέψεις ένα σημείο ή μονοπάτι. Μπορεί ένας κούκος να μη φέρνει την άνοιξη, αλλά ένας κούκος στο σωστό σημείο μπορεί να σε γλιτώσει από πολλούς μπελάδες
  13. Κόψη: Η γραμμή που σχηματίζουν δυο ορθοπλαγιές διαφορετικού προσανατολισμού. Διάσημες κόψεις: κόψη Ξερολακιού (Ναούμ), κόψη Πλάκας – Πυραμίδας.
  14. Κρεβάς: Ρωγμή στην επιφάνεια ενός παγετώνα. Μπορεί να έχει βάθος από λίγα μέτρα, μέχρι …πολλά και πλάτος από λίγα εκατοστά, μέχρι αρκετά μέτρα. Πολλές φορές καλύπτονται από φρέσκα χιόνια και γίνονται πολύ επικίνδυνες.
  15. Λαιμός: Μια ομαλή και σχετικά επίπεδη κόψη ή ράχη. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα: ο Λαιμός στον Όλυμπο.
    dytika vardousia
    Το σύμπλεγμα των Δυτικών Βαρδουσίων.
  16. Λάκα: Επίπεδο ή επικλινές λιβάδι, περίκλειστο από κορυφές ή υψώματα. Θα μπορούσε να είναι δολίνη, αλλά συνήθως τα νερά απορρέουν επιφανειακά από κάποιο ρέμα. Πάντα θα υπάρχει εκεί και κάποια στάνη. Τόπος ατελείωτης ξάπλας.
  17. Λούκι: Ένας απότομος «δρόμος» που διασχίζει κάθετα μια ορθοπλαγιά. Αν διακόπτεται από βράχια, χαρακτηρίζεται «τυφλό λούκι». Στα ελληνικά βουνά, το χειμώνα μετατρέπεται σε μια διαδρομή χιονιού και καμιά φορά πάγου. Διάσημα λούκια: του Μύτικα, του Στεφανιού, των Βαρδουσίων.
  18. Μουλαρόδρομος: Καλό μονοπάτι, που παλιότερα συνέδεε τα ορεινά χωριά μεταξύ τους ή με τα πεδινά. Πολλές φορές λιθόστρωτο, με ομαλή κλίση, τόση που να την ανεβαίνουν τα μουλάρια. Γιατί ακόμα και τα μουλάρια σιχαίνονται τις απότομες ανηφόρες.
  19. Μυτίκι: μικρό σχετικά, πέτρινο δόντι. Διάσημα τα Μυτίκια του …Μύτικα, της βόρειας κορυφογραμμής του Στεφανιού κ.α.
  20. Νεροσυρμή: Μια αβαθής και λεία γραμμή που σχηματίζεται στο βράχο από (συνήθως εποχικά) νερά. Διάσημη η «Νεροσυρμή» του Κούβελου. Οι κάτοικοι των ορεινών περιοχών, με αυτήν τη λέξη (η απλά με τη λέξη «σύρμα»), περιγράφουν τη γραμμή που σχηματίζει το νερό σε μια σχετικά απότομη πλαγιά.
  21. Ορθοπλαγιά: Ο γκρεμός στην αργκό των ορειβατών. Μπορεί να περιέχει πλάκες, τοίχους, πιλιέ κλπ. Αν διακόπτεται συχνά από πατάρια, ζωνάρια, πλάκες κλπ. δημιουργώντας ασυνέχεια, τότε χαρακτηρίζεται ως «σπασμένη ορθοπλαγιά».
  22. Οροπέδιο: Δε χρειάζεται εξήγηση. Το οροπέδιο των Μουσών είναι το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα.
  23. Παγετώνας: Αιώνιος πάγος, που κυλά προς τα κάτω. Στην Ελλάδα οι παγετώνες έλιωσαν πριν 10000 χρόνια, αλλά μπορούμε να δούμε τις επιπτώσεις τους σε αρκετά βουνά (Όλυμπος, Γκαμήλα, Χελμός κ.α.)
    orologia anarrixhtikh
    Οι διάφοροι τύποι βράχου. Σκίτσο: Δ. Κορρές, από το βιβλίο «Ορειβασία» εκδ. 1982
  24. Πατάρι: Ένα σκαλί πάνω σε μια ορθοπλαγιά, που συνήθως είναι αρκετά ευρύχωρο ώστε να σταθείς ή και να κοιμηθείς άνετα.
  25. Πιλιέ: Ένας πυλώνας από βράχο, που εξέχει από μια ορθοπλαγιά και μοιάζει σα να τη στηρίζει.
  26. Πλάκα: Ένα επικλινές κομμάτι βράχου ή και μια ολόκληρη επικλινής ορθοπλαγιά (π.χ. Πλάκα Καζανιών στον Όλυμπο).
  27. Πλατώ: Ένα μικρό οροπέδιο.
  28. Πόρτα: Το ομαλό και συνήθως στενό πέρασμα, από μια τοποθεσία ενός βουνού σε μια άλλη. Γύρω του υπάρχουν πάντα αποτομιές και γκρεμοί, γι’ αυτό και είναι «υποχρεωτικό». Διάσημες Πόρτες: Πόρτες Βαρδουσίων, Πέρασμα Γιόσου κ.α.
  29. Πουρναροτόπι: Περιοχή που κυριαρχεί το πουρνάρι στη θαμνώδη μορφή του. Συνήθως διασχίζονται από ένα μπερδεμένο πλέγμα γιδόστρατων, που έρχονται από παντού και οδηγούν παντού. Η περιπλάνηση σε αυτά, στην ορειβατική αργκό ονομάζεται «πουρναροκολύμπι» και είναι ο απόλυτος εφιάλτης του πεζοπόρου.
  30. Ράμπα: ένα δίεδρο, του οποίου η μια πλευρά είναι κεκλιμένη και κάνει πιο εύκολη την ανάβαση του.
  31. Ράχη: Η γραμμή που σχηματίζουν δυο πλαγιές διαφορετικού προσανατολισμού.
  32. Ριμέ: Η χαρακτηριστική σχισμή που σχηματίζεται μεταξύ ενός παγετώνα και μιας ορθοπλαγιάς.
  33. Σαμάρι / Σέλα: Μικρό διάσελο ή χαρακτηριστικό κομμάτι μιας κορυφογραμμής, που μοιάζει με σαμάρι ή σέλα.
  34. Σάρα: Πλαγιές συνήθως απότομες, κάτω από γκρεμούς, σκεπασμένες από χαλίκια, πέτρες και βράχια που πέφτουν από αυτούς. Κάτι χειρότερο από χάρχαλο δηλαδή. Τα μονοπάτια τις διασχίζουν πάντα οριζόντια.
  35. Σεμινέ / Καπνοδόχος: Μια κάθετη σχισμή στο βράχο στην οποία χωρά ένας άνθρωπος.
  36. Σεράκ: κομμάτι ενός παγετώνα, το οποίο εξέχει και κρέμεται. Έχει μέγεθος από λίγα μέτρα, μέχρι και πολυκατοικίας. Μοιραία κάποια στιγμή γκρεμίζεται.
  37. Σπιρούνι: Ένα πιλιέ ή μια κόψη, που δε φτάνει μέχρι την κορυφή της ορθοπλαγιάς και έτσι φτιάχνει μια κορυφή χαμηλότερη και μπροστά από αυτή.
  38. Στέγη: Ένα κομμάτι βράχου ή και ορθοπλαγιάς, που βγαίνει προς τα έξω σχεδόν οριζόντια.
  39. Σχίσμα: Μια φαρδιά σχισμή που κατεβαίνει αρκετά χαμηλά και διακόπτει τη συνέχεια μιας κόψης ή χωρίζει μια ορθοπλαγιά. Παράδειγμα: σχίσμα της Κακόσκαλας στον Όλυμπο, Μεγάλο Σχίσμα στην Αστράκα.
  40. Σχισμή: Μια ρωγμή στο βράχο που δε χωρά άνθρωπος. Μπορεί να χωρά μόνο δάχτυλα, μια παλάμη ή ένα ώμο.
  41. Τοίχος: Ένας επίπεδος και κάθετος βράχος ή ορθοπλαγιά.
  42. Χάρχαλο: Έδαφος, συνήθως με κάποια κλίση, όπου τα χαλίκια και οι σκόρπιες πέτρες κάνουν το περπάτημα προβληματικό και τις τούμπες συχνές. Απαιτούν αυξημένες ικανότητες ισορροπίας.
  43. Χτένι: Μια «πριονωτή» και σχετικά οριζόντια κόψη.
  44. Ώμος: Ένα ομαλό σημείο μιας ράχης που έπεται αλλά και ακολουθείται, από ένα πιο απότομο. Σχεδόν πάντα σημείο στάσης για να πάρεις ανάσα γι’ αυτό που ακολουθεί.