Η ελληνική οικογένεια άντεξε στη μεγάλη κρίση

236

Με την κρίση τα εισοδήματα μειώθηκαν, η ανεργία κάλπασε, οι νέοι παρέτειναν τη διαμονή στο πατρικό. Και οι ηλικιωμένοι; Εγκαταλείφθηκαν χωρίς φροντίδα, αφού το σύστημα πρόνοιας συρρικνώθηκε και τα οικογενειακά ταμεία στέρεψαν; Οχι, λέει ελληνική μελέτη για τις επιπτώσεις της κρίσης στη μακροχρόνια φροντίδα, στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής έρευνας SHARE (έρευνα για την υγεία, τη γήρανση και τη συνταξιοδότηση στην Ευρώπη), διαψεύδοντας υποθέσεις και ερμηνείες που ήταν περισσότερο ιδεολογικής φύσης. «Η γήρανση και η μακροβιότητα διαδραματίζουν μικρό ρόλο στις αφηγήσεις της κρίσης. Το ποσοστό των ατόμων που έχουν ανάγκη και δεν απολαμβάνουν φροντίδας, αντίθετα από τα αναμενόμενα, μειώθηκε μεταξύ 2007 και 2015. Παρά τη λιτότητα, περισσότεροι πήραν φροντίδα, όχι από το κράτος, ούτε από την οικογένεια, που είναι ο βασικός πυλώνας στήριξης των αδύναμων μελών της, αλλά αμειβόμενη φροντίδα από τρίτο άνθρωπο που τον πληρώνει η οικογένεια.

Μέσα στην κρίση, με λιγότερη απασχόληση, μείωση εισοδημάτων, οι οικογένειες έκριναν ότι πρέπει να το σηκώσουν αυτό το βάρος και το έκαναν», λέει η Αντιγόνη Λυμπεράκη, καθηγήτρια στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και συντονίστρια της ελληνικής ομάδας του SHARE, που διενεργείται κατά κύματα την τελευταία 15ετία.

Πώς εξηγείται αυτό το παράδοξο; «Οφείλεται, από τη μία, στην ωρίμανση των συστημάτων παροχής επαγγελματικής φροντίδας και, από την άλλη, στο γεγονός ότι τα εισοδήματα των ηλικιωμένων μειώθηκαν λιγότερο από τους μισθούς των φροντιστών στην ελεύθερη αγορά», λέει η κ. Λυμπεράκη και συνεχίζει: «Επίσης, με την κρίση περιμέναμε να δούμε επιδείνωση της υγείας των ατόμων 50 ετών και άνω, με βάση τις δικές τους δηλώσεις. Αντιθέτως, είδαμε ότι οι αναφορές για την υγεία τους βελτιώθηκαν. Καθώς είχαν να ασχοληθούν με πιο σημαντικά θέματα, έπαψαν να γκρινιάζουν, όπως συνήθιζαν να κάνουν τον καλό καιρό. Στη διάρκεια της κρίσης αναπτύχθηκε ανθεκτικότητα και σοφότερη ιεράρχηση προτεραιοτήτων».

Το SHARE εξετάζει από το 2004 όλες τις διαστάσεις της ζωής των Ευρωπαίων άνω των 50 ετών σε 26 κράτη-μέλη, στην Ελβετία και στο Ισραήλ, αποτυπώνοντας πώς εξελίσσονται τα οικονομικά τους, η υγεία τους, αν έχουν κοινωνική ζωή ή αν ζουν απομονωμένοι, ποια είναι η σχέση με τα παιδιά τους, αν προσφέρουν ή αν δέχονται από αυτά βοήθεια, αν απολαμβάνουν φροντίδας και από ποιον. Πέρα από την καταγραφή των προσωπικών αναφορών για την υγεία, μετρώνται και βιολογικοί δείκτες με αναλύσεις αίματος, ενώ λαμβάνεται ιστορικό ζωής που φθάνει έως την παιδική ηλικία. Η Ευρώπη αποτελεί για το SHARE, όπως λέει η κ. Λυμπεράκη, «ένα ερευνητικό εργαστήριο, όχι τόσο για να χαρακτηριστεί το παρελθόν όσο για να σχεδιαστεί το μέλλον». Το SHARE, κατά το τελευταίο κύμα του οποίου ελήφθησαν προσωπικές συνεντεύξεις από τουλάχιστον 140.000 Ευρωπαίους, αποτελεί εξαιρετικά χρήσιμο εργαλείο για την αναπροσαρμογή των συστημάτων κοινωνικής προστασίας, «για την αντιμετώπιση των αλλαγών, τον εντοπισμό προβλημάτων, αλλά και την υιοθέτηση των κατευθύνσεων που είναι πιο αποτελεσματικές», σημειώνει ο οικονομολόγος Πλάτων Τήνιος, μέλος της ελληνικής ομάδας SHARE, αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πειραιά.

Σύμφωνα με τα ευρήματα της ελληνικής ομάδας, η οποία αποτελείται, πλην της κ. Λυμπεράκη και του κ. Τήνιου, από τους διδάκτορες του Παντείου Γιώργο Παπαδούδη και Θωμά Γεωργιάδη, στις νότιες χώρες κατά βάση η οικογένεια είναι αυτή που φροντίζει τους ηλικιωμένους (στην Ελλάδα, κατά 69% τα άτομα 65-80 ετών και κατά 54% τα άτομα 80+). Ορισμένες φορές η φροντίδα είναι μεικτή (επαγγελματική και από την οικογένεια) ή αποκλειστικά επαγγελματική (από μη ρυθμισμένες αγορές, που πληρώνει η οικογένεια). Κατά την κρίση, η συνολική επαγγελματική φροντίδα αυξήθηκε και στα τρία κράτη όπου εφαρμόστηκαν προγράμματα λιτότητας (Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία). Στη χώρα μας αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μειωθούν κατά 15% τα άτομα με μεγάλες ανάγκες που δεν απολαμβάνουν φροντίδα.

Επίσης, κατά την κρίση, περιορίστηκαν κατά 7% οι ηλικιωμένοι με μειωμένες δυνατότητες αυτοεξυπηρέτησης (με εξαίρεση τις γυναίκες 65-80 ετών), από 32,8% το 2007 σε 25,5% το 2015, πλησιάζοντας το σκανδιναβικό ποσοστό (22,4%). Η εικόνα είναι διαφορετική για τις χρόνιες ασθένειες, που αυξήθηκαν για όλες τις ηλικιακές ομάδες – από 34,8% σε 42,4% για τους άνδρες και από 50% σε 52,8% για τις γυναίκες. Ανω του 71% των ανδρών 80+ και άνω του 83% των γυναικών 80+ πάσχουν από δύο και πλέον ανίατες αρρώστιες.

Η συγκατοίκηση

Οι οικογένειες στην Ελλάδα ανθίστανται στην κρίση ενώνοντας πόρους με τη συγκατοίκηση περισσότερο από κάθε άλλη χώρα. Περίπου το 60% των ατόμων 65+ συνυπάρχει με ένα από τα παιδιά του (στο ίδιο νοικοκυριό ή κτίριο) ή σε απόσταση μικρότερη του ενός χιλιομέτρου. Με την κρίση αυξήθηκε από 21% σε 27% το ποσοστό των ατόμων 50+ ετών που ζουν στο ίδιο νοικοκυριό με ένα από τα παιδιά τους. Η συνύπαρξη συνδέεται αντιστρόφως ανάλογα με το εισόδημα. Οι φτωχότεροι αύξησαν τη συγκατοίκηση με ένα ενήλικο παιδί κατά 50%, το αντίστοιχο ποσοστό για τα μεσαία εισοδήματα είναι 15% και για τους πιο εύπορους 6%.

Οσον αφορά την ικανοποίηση από τη ζωή που δηλώνουν άτομα άνω των 50 ετών, η Ελλάδα εμφανίζει μακράν τα χαμηλότερα ποσοστά: 51% στα σκανδιναβικά κράτη, 14,5% στην Ελλάδα το 2015, αυξημένη κατά 1,3% σε σχέση με το 2007. Το επίπεδο ικανοποίησης από τη ζωή μειώνεται με την ηλικία στην Ελλάδα: είναι ελαφρώς υψηλότερη για άτομα ηλικίας 65-80 ετών σε σχέση με εκείνα 50-64, καθώς τα εισοδήματα των δεύτερων έχουν μειωθεί περισσότερο από εκείνα των πρώτων.

Οι 50-65 ετών έχασαν τα περισσότερα

Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα της Ευρώπης όπου τα εισοδήματα των ατόμων 50+ μειώθηκαν κατά την κρίση. Ακόμη και σε Ιταλία και Ισπανία αυξήθηκαν. Η ομάδα 50-65 ετών υπέστη μεγαλύτερη μείωση από τα άτομα 65-80 ετών, καθώς οι εργαζόμενοι έχασαν περισσότερο από τους συνταξιούχους (Αντιγόνη Λυμπεράκη, «Η οικογένεια, οι ηλικιωμένοι και η κρίση», 2017). Εως έναν βαθμό, η σχετικά καλύτερη κατάσταση των ηλικιωμένων ήταν και αποτέλεσμα της πολιτικής ΣΥΡΙΖΑ. «Τόσο ο τότε πρωθυπουργός όσο και ο τότε υπουργός Οικονομικών είχαν πει ότι οι συντάξεις οφείλουν να προστατεύονται επειδή “οι γιαγιάδες δίνουν χρήματα στα άνεργα εγγόνια τους”. Με αυτόν τον τρόπο αποδέχθηκαν ότι η οικογένεια είναι ο κύριος πάροχος κοινωνικής προστασίας», αναφέρει η κ. Λυμπεράκη. Σύμφωνα με τη μελέτη της, το μέσο εισόδημα των ατόμων άνω των 50 στην Ελλάδα μειώθηκε κατά μέσον όρο,16,5%. Κατά 17% για τις ηλικίες 50-65, κατά 13,4% για την ομάδα 65-80, κατά 22,1% για τους 80+. Ωστόσο, όπως παρατηρεί ο κ. Τήνιος, «οι νεότεροι έχουν περισσότερες δυνατότητες προσαρμογής και αντίδρασης στις μακροοικονομικές αλλαγές. Περισσότερο δύσκαμπτα είναι τα γηραιότερα άτομα, έτσι, παρότι οι συντάξεις υπέστησαν μικρότερες περικοπές σε σχέση με άλλα εισοδήματα, πιο κερδισμένοι εμφανίζονται όσοι εργάζονταν το 2007 και συνταξιοδοτήθηκαν το 2015».

Μια άλλη διάψευση αφορά την παραδοχή ότι η οικονομική δυσπραγία έπληξε το σύνολο. «Κάτω από τη γενική εικόνα υπάρχουν διακυμάνσεις. Ενώ περίπου το 40% παρουσίασε πολύ σοβαρή πτώση του εισοδήματός του, το 27% σημείωσε βελτίωση», λέει ο κ. Τήνιος και συνεχίζει: «Η οικογένεια αποδείχθηκε πολύ ανθεκτική. Οταν οι άνδρες έχασαν τη δουλειά τους, γυναίκες που δεν είχαν δουλέψει ποτέ βγήκαν στην αγορά εργασίας και αναπλήρωσαν το εισόδημα και τις ελλείψεις του κοινωνικού κράτους».

Στη χειρότερη θέση βρέθηκαν οι ηλικιωμένες που ζουν μόνες. Οι άνθρωποι που ζουν μόνοι αυξάνονται με την ηλικία. Στην Ελλάδα, το 18% των ανδρών 80+ και το 64% των γυναικών 80+ ζουν μόνοι. Οι γυναίκες ζουν πιο μοναχικά από τους άνδρες και είναι πιο ευάλωτες στην κατάθλιψη (28% στους άνδρες, 49% στις γυναίκες 65+), δεδομένο που συνδέεται και με τα οικονομικά των γυναικών, που είναι χειρότερα από αυτά των ανδρών, με το επίπεδο εκπαίδευσης και την υγεία, που υπολείπονται εκείνων των ανδρών.

Πηγή: kathimerini.gr