Επικεφαλής Ύπατης Αρμοστείας ΟΗΕ: 7.000 πρόσφυγες μπορούν να μεταφερθούν στην ενδοχώρα

183

Στη Μυτιλήνη δεδομένης της επιδείνωσης της κατάστασης που επικρατεί στο νησί και ιδιαίτερα στον καταυλισμό της Μόριας ως αποτέλεσμα των αυξημένων ροών αφίξεων προσφύγων βρέθηκε ο επικεφαλής της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες, Φιλίπ Λεκλέρ.

Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο νησί συναντήθηκε με τις τοπικές αρχές, συμμετείχε στη συνάντηση, υπό τον περιφερειάρχη Βορείου Αιγαίου, με τους δημάρχους των νησιών και τους προέδρους των Κοινοτήτων της περιοχής της Μόριας και φυσικά είδε την κατάσταση που επικρατεί σε σχέση με τη διαμονή των προσφύγων.

Με αφορμή την επίσκεψη του κ. Λεκλέρ, το ΑΠΕ-ΜΠΕ συναντήθηκε και συζήτησε μαζί του για την κατάσταση που επικρατεί και για την οποία όπως χαρακτηριστικά είπε «μας ανησυχεί, στη Μόρια δεν πιστεύουμε ότι οι λύσεις μπορούν να βρεθούν με τρόπο αυτόματο ή εύκολο». Έσπευσε όμως να σημειώσει ότι «ως Ύπατη Αρμοστεία θέλουμε να είμαστε μέρος των λύσεων που μπορούν να υπάρξουν, να διευκολύνουμε αυτές τις λύσεις».

«Μία πρώτη αρχή ως μέτρο έκτακτης ανάγκης ήταν η πρόσφατη μεταφορά 1.400 ανθρώπων από τη Λέσβο στη Νέα Καβάλα. Ως Ύπατη Αρμοστεία βοηθήσαμε και στη μεταφορά αυτών των ανθρώπων αλλά και προσφέραμε και 200 σκηνές για να μείνουν προσωρινά οι άνθρωποι στη Νέα Καβάλα» είπε ο κ. Λεκλέρ ο οποίος αναφέρθηκε και σε παραπέρα λύσεις που μπορεί να υπάρξουν.

7.000 μπορούν να φύγουν

«Αυτή τη στιγμή υπάρχουν στα νησιά περίπου 7.000 άτομα με άρση γεωγραφικού περιορισμού που σημαίνει ότι ανά πάσα στιγμή μπορούν να φύγουν και να μετακινηθούν προς την ενδοχώρα. Μάλιστα, αναρωτιέμαι γιατί δεν φεύγουν. Το πρόβλημα είναι πως δεν υπάρχουν αρκετές θέσεις φιλοξενίας άρα αυτό που πρέπει να γίνει είναι να δημιουργήσουμε επιπλέον θέσεις φιλοξενίας στην ενδοχώρα ώστε να μπορέσουν να μετακινηθούν αυτοί οι άνθρωποι» είπε ο εκπρόσωπος της Ύπατης Αρμοστείας που τόνισε πως «πιστεύει ότι οι επιστροφές στην Τουρκία δεν μπορούν να γίνουν με πάρα πολύ γρήγορους ρυθμούς».

Επιδότηση ενοικίου;

Ο κ. Λεκλέρ αφού έκανε έναν απολογισμό της προόδου που έχει υπάρξει στο θέμα της φιλοξενίας προσφύγων στην Ελλάδα από το 2015 -«είχαμε μόνο 1.000 θέσεις φιλοξενίας για αιτούντες άσυλο αυτή τη στιγμή έχουμε 50.000 θέσεις φιλοξενίας» είπε-, υποστήριξε πως «αυτά δεν είναι αρκετά γιατί οι ανάγκες είναι πολύ παραπάνω από τις διαθέσιμες θέσεις φιλοξενίας».

Και προσέθεσε: «Και δεν είναι εύκολο για την Ελλάδα να δημιουργήσει επιπλέον θέσεις φιλοξενίας μέσα στις επόμενες εβδομάδες ή στους επόμενους μήνες. Είναι δύσκολο να δημιουργήσεις ξαφνικά ένα νέο καταυλισμό είναι δύσκολο να βρεις νέα διαμερίσματα γιατί είναι στα όρια του το πρόγραμμα. Άρα αυτό χρειάζεται χρόνο και δεν μπορούμε φυσικά να επεκτείνουμε τη δυναμικότητα του συστήματος υποδοχής επ’ άπειρον. Αυτό λοιπόν που πρέπει να δούμε είναι εναλλακτικές ευέλικτες λύσεις».

Όπως είπε ο κ. Λεκλέρ «η Ύπατη Αρμοστεία τρέχει ένα πρόγραμμα οικονομικής βοήθειας στους αιτούντες άσυλο που χρησιμοποιούν προπληρωμένες κάρτες για να καλύψουν βιοτικές τους ανάγκες. 86.000 άτομα αυτή τη στιγμή επωφελούνται από αυτό το οικονομικό βοήθημα, το οποίο είναι διαφορετικό εάν μένεις σε καταυλισμό που έχει φαγητό και διαφορετικό εάν μένεις σε διαμέρισμα και πρέπει να καλύψεις και το φαγητό σου».

«Έχουμε λοιπόν προτείνει ως εναλλακτικό και πιο ευέλικτο μέτρο να δίνεται οικονομικό βοήθημα στους αιτούντες άσυλο με άρση γεωγραφικού περιορισμού ώστε να μπορούν οι ίδιοι να πληρώνουν το ενοίκιό τους δηλαδή να μεταβαίνουν στην ενδοχώρα και να μπορούν οι ίδιοι να πληρώνουν το ενοίκιό τους- στην ηπειρωτική χώρα κατά προτίμηση όχι στα μεγάλα αστικά κέντρα (Αθήνα Θεσσαλονίκη), αλλά σε μικρότερες πόλεις και κωμοπόλεις όπου θα μπορούν οι άνθρωποι ίσως να βρουν και ευκολότερα δουλειά. Για να δούμε και το επόμενο στάδιο, της ένταξής τους στην αγορά εργασίας εφόσον κάποιοι από αυτούς τους ανθρώπους θα μείνουν στη χώρα ως αναγνωρισμένοι πρόσφυγες» συνέχισε.

«Μέγιστη δυνατή προσοχή»

Σε σχέση με την σημερινή κατάσταση που διαμορφώνεται από τις συνεχείς αυξημένες ροές, ο κ. Λεκλέρ είπε πως «το 2015-2016 η κατάσταση ήταν τελείως διαφορετική. Τότε παρόλο που είχαμε μεγάλους αριθμούς προσφύγων οι άνθρωποι έμεναν στα νησιά για περίπου 48 ώρες και μετά μετακινούνταν και συνέχιζαν το ταξίδι τους. Αυτό που ζούμε σήμερα είναι μια κατάσταση που απαιτεί τη μέγιστη δυνατή προσοχή μας. Αυτή τη στιγμή έχουμε κατά μέσο όρο 200 αφίξεις την ημέρα, το θέμα όμως είναι ότι αυτές οι αφίξεις συμβαίνουν όταν τα κέντρα υποδοχής είναι υπερπλήρη. Δηλαδή, η κατάσταση ήταν ήδη οριακή στα κέντρα υποδοχής επομένως και αυτή η μικρή αύξηση δημιούργησε μια κατάσταση που είναι αρκετά επείγουσα».

«Βλέπουμε όλοι να φτάνουν άνθρωποι σε συνθήκες που είναι ήδη πολύ δύσκολες, πολύ δυσχερείς γιατί τα ΚΥΤ είναι υπερπλήρη. Είναι ανάγκη να αναληφθεί επειγόντως δράση και κάποια από αυτά τα μέτρα που ανακοινώθηκαν από το ΚΥΣΕΑ είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, όπως το πρώτο μέτρο που αναφέρεται στην αποσυμφόρηση των νησιών με έμφαση στους ασυνόδευτους ανηλίκους. Σίγουρα χρειάζονται περισσότερες άμεσες λύσεις για να αυξηθεί η δυνατότητα υποδοχής και στην ενδοχώρα. Αυτό όμως δεν μπορεί να γίνει πολύ γρήγορα, δεν μπορεί να γίνει αύριο, αλλά πρέπει να δούμε εναλλακτικά μέτρα και λύσεις. Και σίγουρα χρειάζεται τα κράτη μέλη της ΕΕ να αναλάβουν μεγαλύτερη δράση ιδιαίτερα όσον αφορά το θέμα των ασυνόδευτων ανηλίκων» είπε και κατέληξε:

«Αυτή τη στιγμή έχουμε ένα σύνολο 4.400 ασυνόδευτων ανηλίκων στη χώρα και σίγουρα αυτό που θα συνεχίσουμε να προωθούμε σε επίπεδο Ευρώπης είναι να καλούμε τα κράτη μέλη της ΕΕ αλλά και άλλες χώρες, όπως την Ελβετία, να υλοποιήσουν προγράμματα μετεγκατάστασης ώστε να μεταφερθεί ένας ικανός αριθμός ασυνόδευτων σε άλλες χώρες διότι αυτά τα παιδιά πρέπει να βρεθούν σε ένα ασφαλές περιβάλλον που προσφέρει προστασία και μόνο έτσι μπορεί να γίνει αυτό. Για το θέμα των ασυνόδευτων χρειάζεται επείγουσα δράση».

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ

Πηγή: tanea.gr