«Παραγωγή γνώσης» για τους σεισμούς

195

Ο σεισμός της Αθήνας το 1999 μας δίδαξε πολλά και σε επιστημονικό επίπεδο. Οδήγησε στην ενοποίηση των σεισμολογικών δικτύων, που επέτρεψε την καλύτερη αξιοποίηση και επέκταση του δικτύου των σεισμογράφων. Στην αναθεώρηση του αντισεισμικού κανονισμού, που με τη σειρά του επηρέασε τον τρόπο που χτίζουμε σήμερα. Προσέθεσε πολλά στην επιστημονική γνώση και «δημιούργησε» μια νέα γενιά σεισμολόγων και μηχανικών που διακρίνονται σε όλο τον κόσμο. Η επέτειος των 20 ετών από τον καταστροφικό σεισμό, που συμπληρώνεται αυτό το Σάββατο, δίνει στους επιστήμονες την αφορμή να συζητήσουν για όλες τις τελευταίες εξελίξεις υπό το πρίσμα εκείνης της μεγάλης καταστροφής. Το 4ο Συνέδριο Αντισεισμικής Μηχανικής και Τεχνικής Σεισμολογίας, που συνδιοργανώνεται από το Ελληνικό Τμήμα Αντισεισμικής Μηχανικής (ΕΤΑΜ) και το ΤΕΕ, είναι αφιερωμένο στον σεισμό του 1999.

Στο συνέδριο, που θα διαρκέσει από σήμερα έως και το Σάββατο (Hellexpo Μαρούσι), θα παρουσιαστούν νέες μελέτες και θα γίνει ανταλλαγή απόψεων και εμπειριών για τη διαχείριση του κρίσιμου ζητήματος της αντισεισμικής προστασίας από την ελληνική πολιτεία. «Σήμερα το ζήτημά μας είναι η παραγωγή γνώσης», λέει ο γραμματέας της ΕΤΑΜ, Αριστείδης Παπαχρηστίδης. «Οι Ελληνες είναι ανάμεσα στους πιο διαπρεπείς μηχανικούς σε θέματα αντισεισμικού σχεδιασμού στην Ευρώπη, καθώς έχουν εφαρμοσμένη γνώση και εμπειρία, ιδιαίτερα στον έλεγχο του υφιστάμενου δομημένου περιβάλλοντος, καθώς στη χώρα μας δύσκολα θα κατεδαφίσουμε ένα κτίριο όταν παλιώσει, όπως λ.χ. θα συμβεί στην Αμερική. Το ζήτημα είναι πώς θα μεταφέρουμε και θα εφαρμόσουμε τη νέα γνώση στη χώρα μας».

Ο σεισμός της Αθήνας θα είναι το κεντρικό θέμα του φετινού συνεδρίου. «Τα τελευταία 20 χρόνια έχουν γίνει πολύ σημαντικά βήματα στη χώρα μας στις επιστήμες της σεισμολογίας και της τεχνικής σεισμολογίας, σε ό,τι αφορά τις υποδομές, την επιστημονική γνώση και τις προσφερόμενες υπηρεσίες προς την κοινωνία και την πολιτεία», εξηγεί η Αναστασία Κυρατζή, καθηγήτρια σεισμολογίας στο ΑΠΘ (και ομιλήτρια στο συνέδριο). «Για παράδειγμα, η ενοποίηση των σεισμολογικών δικτύων. Εκεί που ο κάθε φορέας είχε το δικό του δίκτυο, τώρα υπάρχει ένα ενιαίο, με καλύτερη κατανομή, άρα καλύτερη παρακολούθηση της σεισμικής δραστηριότητας. Με τη βελτίωση της τεχνολογίας, καταγράφουμε πλέον ακόμη και πολύ μικρούς σεισμούς και αποκτούμε καλύτερη αντίληψη της σεισμικότητας στον χώρο και τον χρόνο, ελαττώνουμε τις αβεβαιότητες».

Την τελευταία 10ετία έχουν γίνει 21 σεισμοί άνω των 6 Ρίχτερ στην Ελλάδα. «Εκτιμώ ότι πρέπει να ανοίξει στη χώρα μας η συζήτηση για την αναθεώρηση του αντισεισμικού κανονισμού, ώστε να εμπλουτιστεί με τα νέα δεδομένα, κυρίως την καλύτερη γνώση των ρηγμάτων», εκτιμά η κ. Κυρατζή. «Οπως απέδειξαν οι σεισμοί του 2014 στην Κεφαλονιά και του 2015 στη Λευκάδα, ο αντισεισμικός κανονισμός λειτουργεί σωστά. Ομως, σε άλλες περιοχές εντός της ηπειρωτικής Ελλάδας και σε ρήγματα που διατρέχουν αστικές περιοχές –εκεί όπου το μέγεθος έχει μικρή σημασία– είναι ερώτημα αν θα συμπεριφερθεί ο οικοδομικός πλούτος το ίδιο ικανοποιητικά. Ισως θα πρέπει να εξετάσουμε την αυστηροποίηση των προδιαγραφών στα μεγάλα αστικά συγκροτήματα».

Πηγή: kathimerini.gr