Από το πραξικόπημα στους S-400

465

H παραλαβή των S-400 έλαβε χώρα (φωτ.) στην αεροπορική βάση Μουρτέντ, πρώην Ακιντζί, η οποία πριν από τρία χρόνια είχε λειτουργήσει ως έδρα της αποτυχημένης προσπάθειας ανατροπής της κυβέρνησης του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. EPA/TURKISH DEFENCE MINISTRY

Μια προσεκτική ματιά στην πρόσφατη υποδοχή των ρωσικών αντιπυραυλικών συστημάτων S-400 από την Τουρκία φανερώνει σειρά από σημαντικές συμπτώσεις και συμβολισμούς.

Αρχικά, η διαδικασία ξεκίνησε στις 12 Ιουλίου, δηλαδή μόλις τρεις ημέρες πριν από την τρίτη επέτειο της αποτυχημένης απόπειρας πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου, η οποία κατά τον Ταγίπ Ερντογάν έγινε από τους οπαδούς του αυτοεξόριστου ιεροκήρυκα Φετουλάχ Γκιουλέν. Επιπλέον, η προσγείωση των ρωσικών αεροσκαφών που μετέφεραν τα συστήματα μεταδόθηκε ζωντανά από την πλειονότητα των μέσων μαζικής ενημέρωσης της χώρας – ένα σπάνιο θέαμα το οποίο σκόπευε να διασφαλίσει πως ο κόσμος έχει στραμμένα τα μάτια του στην Τουρκία και αντιλαμβάνεται τη μεταβολή της γεωπολιτικής της στάσης.

Τέλος, ίσως το σημαντικότερο σύμβολο της τελετουργίας ήταν η τοποθεσία: η παραλαβή έλαβε χώρα στη βάση του Μουρτέντ, πρώην Ακιντζί, η οποία πριν από τρία χρόνια είχε λειτουργήσει ως έδρα της προσπάθειας ανατροπής της κυβέρνησης του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.

Οι ίδιοι αεροπορικοί διάδρομοι από τους οποίους είχαν απογειωθεί τα F-16, πλέον, υποδέχονταν ρωσικά αεροσκάφη που μετέφεραν κομμάτια ενός συστήματος σχεδιασμένου έτσι ώστε να καταρρίπτει επιτυχώς νατοϊκά αεροσκάφη.

Η επανειλημμένη εμφάνιση συμβόλων που σχετίζονται με το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου δεν είναι διόλου τυχαία – άλλωστε η Τουρκία δεν έχει κρύψει το γεγονός πως εξακολουθεί να υποπτεύεται πως οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονταν πίσω από τη μυστηριώδη νύχτα του 2016. Η παραλαβή των S-400, λοιπόν, ολοκληρώνει την πολυετή στρατηγική προσπάθεια της Αγκυρας να αποκτήσει την ασφάλεια και τη διαβεβαίωση της Ρωσίας ως ασπίδας ενάντια στην «αναξιόπιστη» Ουάσιγκτον, η οποία εξακολουθεί να προστατεύει τον αυτοεξόριστο ιεροκήρυκα.

Πέρα από τους συμβολισμούς, η σημασία του αποτυχημένου πραξικοπήματος στην απόφαση της Αγκυρας να προμηθευτεί τα ρωσικά αντιπυραυλικά συστήματα είναι ολοφάνερη από την έναρξη της διαδικασίας.

Για το πρώτο του ταξίδι στο εξωτερικό μετά την «εφιαλτική» νύχτα της 15ης Ιουλίου, ο Ερντογάν μετέβη στην Αγία Πετρούπολη, συνοδευόμενος από μια πολυπληθή αντιπροσωπεία, και πραγματοποίησε μυστικές συνομιλίες με τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν. Λίγες ημέρες μετά, ξεκίνησαν και επισήμως οι διαπραγματεύσεις για τη συμφωνία των S-400, με τις τελικές υπογραφές να πέφτουν τον Απρίλιο του 2017. Εκτοτε, ο Τούρκος πρόεδρος έχει αδράξει διάφορες ευκαιρίες για να δηλώσει ανοικτά την πεποίθησή του πως οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονταν πίσω από το πραξικόπημα. Σε ομιλία του στο Κοινοβούλιο τον Ιανουάριο του 2018, ο Ερντογάν έκανε μια ριψοκίνδυνη σύνδεση μεταξύ του πραξικοπήματος και της δίκης στις ΗΠΑ Τούρκων –προσώπων που έσπασαν την επιβολή κυρώσεων στο Ιράν– δηλώνοντας χαρακτηριστικά: «Εκείνοι που δεν κατάφεραν να μας διώξουν τη 15η Ιουλίου τώρα κάνουν προσπάθειες δικαστικού πραξικοπήματος».

Λίγους μήνες αργότερα, σε άρθρο γνώμης που δημοσίευσε στους New York Times, ο Ερντογάν εξέφρασε τη βαθιά του απογοήτευση που οι Ηνωμένες Πολιτείες εξακολουθούσαν να στηρίζουν «τους τρομοκράτες του Γκιουλέν και του PKK στη Συρία».

«Προτού είναι πολύ αργά, η Ουάσιγκτον πρέπει να εγκαταλείψει τη λανθασμένη αντίληψη ότι η σχέση μας μπορεί να είναι ασύμμετρη, αλλιώς θα αρχίσουμε να αναζητούμε νέους φίλους και συμμάχους», προειδοποίησε ο Τούρκος πρόεδρος στην κοφτή κατακλείδα του κειμένου του.

Ιστορική επιλογή

Δεδομένου του γιγαντιαίου κόστους που αντιμετωπίζει με την αγορά των S-400 και την έξοδό της από το πρόγραμμα των F-35, αλλά και του μεγέθους των επιπτώσεων που μπορεί να έχει η μετατόπιση στην περιφερειακή της γεωπολιτική, η Αγκυρα έκανε μια ιστορική επιλογή που δεν μπορεί να χαρακτηριστεί απλή «καχυποψία» και «δυσπιστία» προς τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Στην πραγματικότητα, η κυβέρνηση Ερντογάν είναι πεπεισμένη πως οι ίδιες οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται πίσω από την απόπειρα πραξικοπήματος και κινήθηκε ανάλογα όλα αυτά τα χρόνια. Η Ουάσιγκτον, εν τω μεταξύ, δεν έλαβε σοβαρά υπ’ όψιν της αυτή την κατηγορία, ούτε και έκανε κάποια ουσιαστική προσπάθεια για να την καταρρίψει.

Υπό αυτό το κλίμα, μια αμερικανική αντιπροσωπεία έφτασε στην Τουρκία τη Δευτέρα για να δημιουργήσει ένα κοινό κέντρο επιχειρήσεων που θα επιβλέπει τη δημιουργία της λεγόμενης ασφαλούς ζώνης στη Συρία. Η κίνηση αυτή ακολουθεί μια πρόσφατη, βιαστική συμφωνία μεταξύ Αμερικανών και Τούρκων αξιωματούχων για την αντιμετώπιση των ανησυχιών ασφάλειας της Αγκυρας κατά μήκος των νότιων συνόρων της. Οι απειλές της Αγκυρας για μια πιθανή εισβολή πέρα από τα σύνορά της με τη Συρία, για να περιορίσει τους Κούρδους μαχητές, φαίνεται πως έπεισαν την αμερικανική κυβέρνηση. Παράλληλα, η Αγκυρα κατάφερε να καθυστερήσει, έστω και προσωρινά, τις συζητήσεις για επιβολή κυρώσεων από την πλευρά των ΗΠΑ για την αγορά του ρωσικού συστήματος πυραύλων S-400.

Μια ασταθής συμφωνία

Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Τουρκία μπορεί να συμφώνησαν την περασμένη εβδομάδα στη σύσταση ενός κοινού κέντρου επιχειρήσεων, όμως οι κρίσιμες λεπτομέρειες για τις συνθήκες της ζώνης ασφαλείας στη Συρία δεν έχουν ακόμη διευκρινιστεί. Μάλιστα, οι δύο νατοϊκοί σύμμαχοι δημοσίευσαν ένα αρκετά νεφελώδες κοινό δελτίο το οποίο ανέφερε πως «οι δύο χώρες θα χρησιμοποιήσουν το κέντρο σε μια προσπάθεια να συντονίσουν και να διαχειριστούν από κοινού τη δημιουργία της ασφαλούς ζώνης, με στόχο να τη μετατρέψουν σύντομα σε έναν διάδρομο ειρήνης». Ο Ταγίπ Ερντογάν ερμήνευσε αυτήν την ανακοίνωση ως την αρχή της διαδικασίας ασφαλούς ζώνης, ενώ ο Τούρκος υπουργός Αμυνας Χουλουσί Ακάρ ανέφερε χαρακτηριστικά πως «με ικανοποίηση βλέπουμε πως οι συνεργάτες μας προσεγγίζουν τις διπλωματικές μας θέσεις». Αντιθέτως, το αμερικανικό Πεντάγωνο φάνηκε πιο επιφυλακτικό, σημειώνοντας πως χρειάζονται περισσότερες συνομιλίες πριν από τη δημιουργία της ζώνης. Τα δύο πιο αμφιλεγόμενα ζητήματα των συνομιλιών, άλλωστε, παραμένουν ανεπίλυτα: το ακριβές μέγεθος της ζώνης και το ποιος ακριβώς θα την ελέγχει δεν έχουν ακόμη αποφασιστεί. Στο μεταξύ, ο τρίτος παράγων της εξίσωσης –δηλαδή οι κουρδικές δυνάμεις του SDF– εκφράζουν την πρόθεσή τους να ξεκινήσουν εκ νέου συνομιλίες με τη Ρωσία και με το καθεστώς της Συρίας για να διατηρήσουν τα εδάφη τους στο βόρειο τμήμα της χώρας.

Πηγή: kathimerini.gr