Έλλειψη βιταμίνης D: Τα βασικά της συμπτώματα

316

Περίπου το ένα τρίτο του πληθυσμού έχει ανεπάρκεια στη βιταμίνη D ή αλλιώς στη “βιταμίνη της ηλιοφάνειας”.

Μια από τις βασικές αιματολογικές εξετάσεις που κάνουμε σχεδόν όλοι πια είναι η μέτρηση της βιταμίνης D. Κι αυτό γιατί όπως έχει φανεί, περίπου το ένα τρίτο του πληθυσμού έχει ανεπάρκεια στη βιταμίνη D ή αλλιώς στη “βιταμίνη της ηλιοφάνειας”. Είναι ζωτικής σημασίας να προσέξει κανείς τα συμπτώματα χαμηλής βιταμίνης D, καθώς η έλλειψη αυτού του μικροθρεπτικού συστατικού έχει συνδεθεί με τα πάντα, από καρδιακές παθήσεις και καρκίνο έως γρίπη και οστεοπόρωση.

Εάν έχετε λιγότερα από 20 μικρογραμμάρια ανά χιλιοστόλιτρο βιταμίνης D στο αίμα σας, δεν έχετε αρκετή D για να μεταφέρετε ασβέστιο στα οστά σας. Το αποτέλεσμα; Ασθενέστερα οστά, τα οποία μπορούν να αυξήσουν τον κίνδυνο τραυματισμού, συμπεριλαμβανομένων των καταγμάτων καταπόνησης.

Αυξημένος κίνδυνος λοιμώξεων

Τα χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο λοιμώξεων τόσο του ανώτερου όσο και του κατώτερου αναπνευστικού συστήματος. Τα άτομα με χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D είναι πιο πιθανό να αναπτύξουν πνευμονία από εκείνα με υψηλότερα επίπεδα. Έτσι, αν κάποιος έχει συνεχώς επίμονο βήχα και δεν μπορεί να καταλάβει γιατί – ενώ πλένει καλά τα χέρια του, κοιμάται αρκετά, τρώει μια ισορροπημένη διατροφή και ούτω καθεξής – μπορεί να οφείλεται σε έλλειψη βιταμίνης D.

Κακή διάθεση

Η βιταμίνη D ρυθμίζει τη μετατροπή του αμινοξέος τρυπτοφάνη σε σεροτονίνη – πρόκειται για τον νευροδιαβιβαστή που ρυθμίζει τη διάθεση. Έτσι, τα συνεχή συναισθήματα λύπης και η κακή διάθεση θα μπορούσαν να είναι ένα σημάδι έλλειψης βιταμίνης D.

Δυσκολίες στη γυμναστική

Η βιταμίνη D είναι απαραίτητη για την ανάπτυξη και την ενδυνάμωση των μυϊκών ινών, γεγονός που εξηγεί γιατί η ανεπάρκεια βιταμίνης D μπορεί να επηρεάσει τη λειτουργία των μυών και τα επίπεδα φυσικής κατάστασης.

Έλλειψη αποφασιστικότητας και γρήγορης αντίληψης

Όπως αναφέρθηκε, η βιταμίνη D διαδραματίζει κρίσιμο ρόλο στη δημιουργία της πολύ σημαντικής σεροτονίνης. Αυτός ο νευροδιαβιβαστής δεν επηρεάζει μόνο τη διάθεση, αλλά και άλλες γνωστικές λειτουργίες, όπως η λήψη αποφάσεων και ο έλεγχος των παρορμήσεων.